Η διάλεξη αυτή βασίζεται στο βιβλίο του Γιώργου Αλογοσκούφη, Πριν και Μετά τη Μεταπολίτευση: Θεσμοί, Πολιτική και Οικονομία στην Ελλάδα, Αθήνα, Gutenberg, 2024, στο οποίο περιλαμβάνεται μεγαλύτερη ανάλυση και περισσότερες λεπτομέρειες.
______________________________________________
Η Ελλάδα κατόρθωσε να γίνει μέρος της ζώνης του ευρώ το 2001, δύο χρόνια αργότερα από τα αρχικά έντεκα μέλη, εκπληρώνοντας οριακά τα κριτήρια της συνθήκης του Μάαστριχτ, μόλις το 1999, έναντι του 1997 που ήταν η χρονιά εκπλήρωσής τους για τους υπόλοιπους έντεκα.
Στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής, που πραγματοποιήθηκε στην Πορτογαλία στις 19 και 20 Ιουνίου του 2000, το συμβούλιο των υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ECOFIN), αποφάσισε την ένταξη της Ελλάδας στην ζώνη του ευρώ. Η Ελλάδα εντάχθηκε στην ευρωζώνη χωρίς να έχει ουσιαστικά αντιμετωπίσει ούτε το δημοσιονομικό της πρόβλημα ούτε το σημαντικό έλλειμμα διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Το τελευταίο μάλιστα επιδεινώθηκε λόγω της πολιτικής της σύγκλισης.
Μετά την περίοδο της σύγκλισης, η ελληνική οικονομία παρέμενε μια οικονομία με χαμηλή και επιδεινούμενη διεθνή ανταγωνιστικότητα και μεγάλες δημοσιονομικές ανισορροπίες, αλλά κατάφερε να δαμάσει τον πληθωρισμό και να επιβραδύνει την αύξηση του δημόσιου χρέους, ως ποσοστού του ΑΕΠ.
Λίγοι έδειχναν να ανησυχούν εν μέσω της ευφορίας που είχε δημιουργηθεί με την ένταξη. Ωστόσο, όπως θα δούμε στη διάλεξη αυτή, η ένταξη στην ευρωζώνη ανέδειξε και τους μεγάλους κινδύνους από την ατελή δημοσιονομική και διαρθρωτική προσαρμογή και τη χαμηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Οι Άμεσες Oικονομικές Συνέπειες της Ένταξης στην Ευρωζώνη
Mε την ένταξη στην ευρωζώνη, η Ελλάδα λειτουργούσε πλέον σε ένα περιβάλλον χαμηλών πραγματικών επιτοκίων, λόγω της εξάλειψης του κινδύνου υποτίμησης του νομίσματος, που για πολλά χρόνια διατηρούσε τα ονομαστικά και πραγματικά επιτόκια σε υψηλά επίπεδα. Αυτό επέτρεψε στα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις της χώρας να δανείζονται φθηνά, κάτι που οδήγησε σε αύξηση τόσο της κατανάλωσης όσο και των επενδύσεων.
Με την ένταξη στη ευρωζώνη η Ελλάδα στερήθηκε τη δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής, και το μόνο εργαλείο που απέμενε για τη μακροοικονομική σταθεροποίηση ήταν η δημοσιονομική πολιτική.
Δυστυχώς, μόλις η χώρα διασφάλισε τη συμμετοχή της στην ευρωζώνη, η δημοσιονομική και εισοδηματική πολιτική στην Ελλάδα χαλάρωσε εκ νέου. Παρά την ανεπαρκή δημοσιονομική προσαρμογή της δεκαετίας του 1990, τα δημοσιονομικά ελλείμματα άρχισαν να αυξάνονται και πάλι ήδη από το εκλογικό 2000. Υπήρξαν φορολογικές ελαφρύνσεις, μεγάλες αυξήσεις ονομαστικών και πραγματικών μισθών και περαιτέρω επιδείνωση των δημοσιονομικών προβλημάτων και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας.
Αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, όπως το ασφαλιστικό και η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας εγκαταλείφθηκαν, ενώ αναλήφθηκαν πολυτελείς πρωτοβουλίες που οδήγησαν σε σημαντική αύξηση των δημοσίων δαπανών, όπως, για παράδειγμα, οι μεγάλες παραγγελίες νέων εξοπλιστικών συστημάτων και η ανάληψη της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.
Η αύξηση των επενδύσεων και η μείωση των αποταμιεύσεων, σε συνδυασμό με τις μειώσεις των επιτοκίων και των φόρων και τις αυξήσεις μισθών και δημοσίων δαπανών δημιούργησαν συνθήκες οικονομικής ευφορίας, και οδήγησαν σε σημαντική επιτάχυνση της οικονομικής μεγέθυνσης. Παράλληλα όμως οδήγησαν και σε πρωτοφανή διεύρυνση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Το ήδη υψηλό δημόσιο χρέος συνέχισε να ανατροφοδείται, αλλά, κυρίως, λόγω των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, μετατράπηκε σταδιακά σε εξωτερικό χρέος. Οι ελληνικές τράπεζες επέκτειναν το δανεισμό τους στο εσωτερικό, δανειζόμενες από το εξωτερικό. Για να αποκτούν ρευστότητα, χρησιμοποιούσαν ως εγγύηση ομόλογα του ελληνικού δημοσίου τα οποία διακρατούσαν από το παρελθόν, συντελώντας και αυτές, με κρίσιμο τρόπο, στη μετατροπή του εσωτερικού δημοσίου χρέους σε εξωτερικό.
Πολιτικές Εξελίξεις Μετά την Ένταξη στη Ζώνη του Ευρώ
Παρά τις αδυναμίες της πολιτικής της σύγκλισης, η προσπάθεια διαδοχικών κυβερνήσεων από το 1990 και μετά θα καρποφορήσει τελικά τον Ιούνιο του 2000, όταν αποφασίστηκε ότι η Ελλάδα θα εντασσόταν στη ζώνη του ευρώ την 1η Ιανουαρίου του 2001, δύο χρόνια αργότερα από τις πρώτες 11 χώρες, που εντάχθηκαν στη νομισματική ένωση την 1η Ιανουαρίου 1999.
Η Επανεκλογή της Κυβέρνησης Σημίτη-ΠΑ.ΣΟ.Κ και η Οικονομική Χαλάρωση
Πριν από την τελική απόφαση για ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ είχαν προηγηθεί οι εκλογές του Απριλίου του 2000, στις οποίες η κυβέρνηση Σημίτη επανεξελέγη με οριακή πλειοψηφία, 43,8% έναντι 42,7% της Ν.Δ με επικεφαλής τον Κώστα Καραμανλή. Ωστόσο, λόγω του εκλογικού συστήματος της ενισχυμένης αναλογικής που ίσχυε από το 1990, και παρά την οριακή πλειοψηφία της στο εκλογικό σώμα, η κυβέρνηση Σημίτη εξασφάλισε άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία με 158 από τις 300 έδρες της Βουλής.
Ήδη λίγο πριν την ένταξη στην ευρωζώνη, η Ελλάδα λειτουργούσε σε ένα περιβάλλον χαμηλών πραγματικών επιτοκίων, λόγω της εξάλειψης του κινδύνου υποτίμησης του νομίσματος που για πολλά χρόνια διατηρούσε τα ονομαστικά και πραγματικά επιτόκια σε υψηλά επίπεδα. Αυτό επέτρεψε στα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις αλλά και την κυβέρνηση της χώρας να αρχίσουν να δανείζονται φθηνά, κάτι που οδήγησε σε αύξηση τόσο της κατανάλωσης όσο και των επενδύσεων.
Μόλις η χώρα διασφάλισε τη συμμετοχή της στην ευρωζώνη, η δημοσιονομική και εισοδηματική πολιτική χαλάρωσε εκ νέου. Η σημαντική αυτή δημοσιονομική και εισοδηματική χαλάρωση ήταν αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών της νέας κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη. Συνέβη δε παρά το γεγονός ότι η δημοσιονομική προσαρμογή στην περίοδο της σύγκλισης ήταν ανεπαρκής και παρά την επιδείνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας που είχε λάβει χώρα κατά την περίοδο της σύγκλισης.
Αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, όπως στο ασφαλιστικό και στην αγορά εργασίας εγκαταλείφθηκαν εν μέσω κοινωνικών αντιδράσεων, ενώ αναλήφθηκαν πρωτοβουλίες που οδήγησαν σε σημαντική αύξηση των δημοσίων δαπανών, όπως, για παράδειγμα, μεγάλες μισθολογικές αυξήσεις, εκτεταμένες παραγγελίες νέων εξοπλιστικών συστημάτων και η ανάληψη της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.
Έχοντας χάσει τον προσανατολισμό της μετά την επίτευξη του στόχου της ένταξης στη ζώνη του ευρώ, η τελευταία κυβέρνηση Σημίτη περιορίστηκε στη διαχείριση και ενίσχυση της οικονομικής ευφορίας που είχε δημιουργήσει η πτώση των πραγματικών επιτοκίων και η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων, μέσω της δημοσιονομικής και εισοδηματικής χαλάρωσης.
Ένα σημαντικό γεγονός της περιόδου είναι και η οριστική εξάρθρωση της τρομοκρατικής οργάνωσης 17 Νοέμβρη, η οποία είχε αναλάβει την ευθύνη για μία σειρά από δολοφονίες και άλλες τρομοκρατικές ενέργειες ήδη από το 1975. Η δράση της περιελάμβανε δολοφονίες και ένοπλες επιθέσεις κατά προσώπων, βομβιστικές επιθέσεις, αρπαγές οπλισμού και σημαντικό αριθμό ληστειών και είχε προκαλέσει το θάνατο 23 Ελλήνων και ξένων πολιτικών, δικαστών, στρατιωτικών, αστυνομικών, διπλωματών, οικονομικών παραγόντων και πολιτών. Η έκρηξη αυτοσχέδιας βόμβας στα χέρια μέλους της οργάνωσης, το βράδυ της 29ης Ιουνίου 2002 και η σύλληψη του επίδοξου δράστη, Σάββα Ξηρού, ήταν η αρχή της αποκάλυψης του εκτελεστικού πυρήνα της οργάνωσης. Ακολούθησαν η εύρεση των κρησφύγετων (γιάφκες), η κατάσχεση οπλισμού και προκηρύξεων και η αποκάλυψη και των υπόλοιπων μελών. Ακολούθησε πολύμηνη δίκη, οι αποφάσεις της οποίας οριστικοποιήθηκαν για όλους τους εμπλεκόμενους το 2007.
Τις δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις των επιλογών των κυβερνήσεων Σημίτη κληρονόμησε μετά το Μάρτιο του 2004 η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση της Ν.Δ., με πρωθυπουργό τον Κώστα Καραμανλή. Ήδη από τα τέλη του 2003, ο Κώστας Σημίτης είχε παραδώσει την αρχηγία του ΠΑΣΟ.Κ, αλλά όχι και την πρωθυπουργία, στον Γιώργο Παπανδρέου, τον πρωτότοκο υιό του Ανδρέα Παπανδρέου και Υπουργό Εξωτερικών.
Οι επόμενες εκλογές διεξήχθησαν στο τέλος της κυβερνητικής τετραετίας, το Μάρτιο του 2004. Στις εκλογές αυτές πρώτευσε η Ν.Δ, υπό τον Κώστα Καραμανλή, με 45,4% των ψήφων και 165 έδρες και σχημάτισε την πρώτη της αυτοδύναμη κυβέρνηση μετά το 1993. Στις εκλογές αυτές επικεφαλής του ΠΑΣΟ.Κ ήταν για πρώτη φορά ο Γιώργος Παπανδρέου, στον οποίο είχε μεταβιβάσει την αρχηγία ο απερχόμενος πρωθυπουργός.
Η Κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή – Ν.Δ και η ‘Ήπια Προσαρμογή’
Η νέα κυβέρνηση Καραμανλή ανέλαβε σε μία περίοδο κατά την οποία η απερχόμενη κυβέρνηση Σημίτη είχε προχωρήσει σε νέες μεγάλες προεκλογικές παροχές, έχοντας προκαλέσει έναν δημοσιονομικό εκτροχιασμό, ενώ η προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων, που είχαν προγραμματιστεί για τον Αύγουστο του 2004, παρουσίαζε σημαντικές καθυστερήσεις.
Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της προετοιμασίας και της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, και μετά την τεκμηρίωση του δημοσιονομικού εκτροχιασμού που είχε προκαλέσει η απελθούσα κυβέρνηση, με την ολοκλήρωση μιας δημοσιονομικής απογραφής σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, η κυβέρνηση Καραμανλή υιοθέτησε και έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα σταδιακής δημοσιονομικής προσαρμογής για την περίοδο 2005-2006. Το πρόγραμμα αυτό υλοποιήθηκε στα πλαίσια της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο οποίο είχε ενταχθεί η Ελλάδα ήδη από το 2004, λόγω των υπερβάσεων του κατώτατου ορίου του 3% του ΑΕΠ για το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης που είχε προκαλέσει η απελθούσα το έτος εκείνο κυβέρνηση Σημίτη.

Λόγω των αρνητικών συνεπειών μιας απότομης δημοσιονομικής προσαρμογής στην ανάπτυξη και την απασχόληση, η κυβέρνηση Καραμανλή επεδίωξε η δημοσιονομική προσαρμογή να είναι ήπια και σταδιακή, ώστε να μην δημιουργηθούν συνθήκες ύφεσης στην ελληνική οικονομία μετά την ολοκλήρωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο ρυθμός μεγέθυνσης, παρά το ότι μειώθηκε το 2005, το πρώτο έτος εφαρμογής του προγράμματος, ανέκαμψε το 2006 και παρέμεινε θετικός και το 2007, ενώ το ποσοστό ανεργίας εισήλθε σε καθοδική πορεία σε όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Έως και το 2007 το δημόσιο χρέος δεν παρουσίασε ανοδική τάση ως ποσοστό του ΑΕΠ. Σε αυτό συνέβαλαν η σταδιακή δημοσιονομική προσαρμογή της περιόδου 2005-2007, τα χαμηλά πραγματικά επιτόκια και ο σχετικά υψηλός ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης.
Δημοσιονομικές αποκλίσεις άρχισαν να εμφανίζονται και πάλι το καλοκαίρι του 2007, την περίοδο της αρχικής εκδήλωσης της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, αλλά και ενός έτους εκλογών και μεγάλων φυσικών καταστροφών, όπως οι πυρκαϊές της Πελοποννήσου, οι οποίες οδήγησαν σε αυξήσεις των δημοσίων δαπανών.
Το καλοκαίρι του 2007, λίγες εβδομάδες μετά την έξοδο της Ελλάδας από τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, ο πρωθυπουργός προκήρυξε εκλογές για τον Σεπτέμβριο του 2007. Κατά την προεκλογική περίοδο ξέσπασαν εκτεταμένες πυρκαγιές τόσο στα δάση γύρω από την Αθήνα όσο και στην Πελοπόννησο.
Οι εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2007 διεξήχθηκαν με νέο εκλογικό σύστημα, μια παραλλαγή της απλής αναλογικής η οποία όμως προέβλεπε ένα bonus 40 εδρών για το πρώτο κόμμα. Την παραλλαγή αυτή είχε εισαγάγει η κυβέρνηση Σημίτη πριν από τις εκλογές του 2004, και σύμφωνα με το Σύνταγμα δεν θα μπορούσε να ισχύσει για τις αμέσως επόμενες εκλογές του 2004. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2007 πρώτευσε και πάλι η Ν.Δ, υπό τον Κώστα Καραμανλή, με μειωμένη όμως πλειοψηφία, και, λόγω του εκλογικού συστήματος, οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Έλαβε το 41,9% των ψήφων και 152 έδρες στη Βουλή, έναντι 38,1% των ψήφων και 102 έδρες για το ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Λόγω της ισχνής κοινοβουλευτικής της πλειοψηφίας, η οποία μειώθηκε ακόμη περισσότερο με την ανεξαρτητοποίηση ενός βουλευτή, η κυβέρνηση αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα στην εφαρμογή της πολιτικής βάσει της οποίας είχε εκλεγεί. Ομάδες δυσαρεστημένων βουλευτών αντιδρούσαν συστηματικά τόσο στη συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής όσο και σε άλλες μεταρρυθμίσεις.
Έτσι, παρά το ότι η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή προκήρυξε πρόωρες εκλογές προκειμένου με νωπή εντολή να προχωρήσει στη δεύτερη φάση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που είχε ξεκινήσει από το 2005, το κοινοβουλευτικά οριακό αποτέλεσμα των εκλογών, η μεγάλη διεθνής οικονομική κρίση που ξέσπασε στο μεταξύ και η εντεινόμενη πολιτική αστάθεια της διετίας 2008-2009 οδήγησαν τελικά σε ανατροπή αυτών των σχεδιασμών και σε μία νέα περίοδο δημοσιονομικής επιδείνωσης.
Ας δούμε όμως με μεγαλύτερη λεπτομέρεια τις οικονομικές εξελίξεις στην περίοδο μετά την ένταξη στη ζώνη του ευρώ έως και τη διεθνή κρίση του 2008.
Ευφορία, Εφησυχασμός και το Πρόγραμμα Προσαρμογής 2005-2007
Με την εξαίρεση του προγράμματος ήπιας δημοσιονομικής και διαρθρωτικής προσαρμογής της περιόδου 2005-2007, το οποίο εφάρμοσε η νέα κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή μετά το πέρας των Ολυμπιακών Αγώνων, οι κίνδυνοι από την αύξηση του εξωτερικού δανεισμού σε μεγάλο βαθμό αγνοήθηκαν από όλους για σχεδόν δέκα χρόνια. Η συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ και η επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης, λόγω της αύξησης των επενδύσεων και της κατανάλωσης, είχε οδηγήσει σε συνεχή αύξηση του βιοτικού επιπέδου και σε σημαντική μείωση της ανεργίας, ενώ ο πληθωρισμός παρέμενε χαμηλός λόγω της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ.
Οι θετικές αυτές οικονομικές εξελίξεις, σε συνδυασμό με το ότι ο εξωτερικός δανεισμός γινόταν σε ευρώ, είχαν οδηγήσει σε εφησυχασμό σε σχέση με τη συσσώρευση εξωτερικού χρέους, έως ότου ξέσπασε η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση το 2008.
Η διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μετά την ένταξη στη ζώνη του ευρώ δεν αφορούσε βεβαίως μόνο την Ελλάδα, καθώς ήταν αποτέλεσμα και των ευρύτερων ασυμμετριών της ευρωζώνης, μεταξύ των οικονομιών του “πυρήνα” της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, και των οικονομιών της “περιφέρειας”, όπως η Ιρλανδία και οι οικονομίες της νότιας Ευρώπης. Και άλλες χώρες της περιφέρειας της ζώνης του ευρώ, όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιρλανδία, ακόμη και η Ιταλία, είχαν το ίδιο πρόβλημα ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αν και η έκταση του προβλήματος ήταν μεγαλύτερη στην περίπτωση της Ελλάδας.
Κατά συνέπεια, αν και έως την εκδήλωση της διεθνούς κρίσης η επιλογή της ένταξης της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ φάνταζε ως επιτυχία, υπήρχε ένα μεγάλο σκοτεινό σημείο, η αρνητική εξέλιξη του ισοζύγιου τρεχουσών συναλλαγών. Καθώς ο διεθνής δανεισμός της Ελλάδας γινόταν πλέον σε ευρώ, και όχι σε ‘ξένο συνάλλαγμα’ όπως στο παρελθόν, οι κίνδυνοι από την εξέλιξη αυτή υποτιμήθηκαν τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη ΕΕ.
Επιπλέον, οι περιορισμοί της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, της προνομιακής πρόσβασης στο τραπεζικό σύστημα και η ρήτρα μη διάσωσης υποτιμήθηκαν τόσο από τις κυβερνήσεις όσο και από τις αγορές.
Μακροοικονομικές Εξελίξεις στη Δεκαετία του 2000
Η ένταξη στην ευρωζώνη συνέβαλε στη διατήρηση του πληθωρισμού σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα για την Ελλάδα. Η εξέλιξη του πληθωρισμού μεταξύ 1990 και 2007 παρουσιάζεται στο Γράφημα που ακολουθεί.

Μετά την ένταξη, ο πληθωρισμός σταθεροποιήθηκε επίπεδα λίγο πάνω από το 3%, πολύ χαμηλότερα από το περίπου 7,0% που ήταν ο μέσος όρος της δεκαετίας του 1990. Ωστόσο, ο ελληνικός πληθωρισμός παρέμεινε ελαφρώς υψηλότερος από τον μέσο όρο των υπόλοιπων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15 και των υπόλοιπων χωρών της ευρωζώνης.
Κατά συνέπεια, κατά την πρώτη οκταετία μετά την ένταξη στη ζώνη του ευρώ, αντιμετωπίστηκε, όπως αναμενόταν, το πρόβλημα του υψηλού πληθωρισμού που χαρακτήριζε την ελληνική οικονομία από τις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Επιπλέον, έως την εκδήλωση της μεγάλης διεθνούς ύφεσης της διετίας 2008-2009, ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ σχεδόν διπλασιάστηκε σε επίπεδα άνω του 4%, από περίπου 2% στη δεκαετία πριν την ένταξη.

Το ποσοστό μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ ακολούθησε αυξητική πορεία ως το 2004. Η εφαρμογή του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής 2005-2006 είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική πτώση του ρυθμού μεγέθυνσης το 2005. Ωστόσο, ο ρυθμός παρέμεινε θετικός και δεν υπήρξε ύφεση, λόγω του ήπιου χαρακτήρα της δημοσιονομικής προσαρμογής. Ο ρυθμος μεγέθυνσης ανέκαμψε το 2006, και άρχισε να επιβραδύνεται το 2007. Το 2008 και το 2009, όπως θα δούμε, υπήρξε ύφεση (αρνητικός ρυθμός μεγέθυνσης), λόγω της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης και ύφεσης του 2008-09, που αποδείχθηκε η σοβαρότερη μεταπολεμική διεθνής ύφεση.
Ο υψηλός ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης έως το 2007 είχε ως αποτέλεσμα και τη σταδιακή μείωση του ποσοστού ανεργίας, από 11,2% του εργατικού δυναμικού το 2000, σε 8,6% το 2007. Συνέχισε μάλιστα την πτωτική του πορεία κατά το μεγαλύτερο μέρος του 2008. Με την διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και την διεθνή ύφεση του 2009, το ποσοστό ανεργίας επανήλθε σε ανοδική πορεία.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το ποσοστό ανεργίας ήταν χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ανεργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 15 έως περίπου το 1997, παρότι οι διακυμάνσεις των ποσοστών ανεργίας ήταν παρόμοιες. Μετά όμως το 1997, ενώ το μέσο ποσοστό ανεργίας στην Ε.Ε. άρχισε να μειώνεται, στην Ελλάδα συνέχισε την ανοδική του πορεία για μία ακόμη διετία, και η πτωτική του πορεία ξεκίνησε ουσιαστικά μετά την ένταξη στη ζώνη του ευρώ.
Αν μείνει κανείς στην εξέλιξη των τριών δεικτών που εξετάσαμε έως τώρα, θα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ τα πρώτα χρόνια ήταν μία μεγάλη επιτυχία. Μειώθηκαν τόσο η ανεργία όσο και ο πληθωρισμός, και ενισχύθηκε σημαντικά το ποσοστό οικονομικής μεγέθυνσης. Για τον λόγο αυτό, τουλάχιστον έως την κορύφωση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008, η περίοδος αυτή υπήρξε εποχή μεγάλης οικονομικής ευφορίας, αντίστοιχης της πρώτης περιόδου μετά τη μεταπολίτευση.
Ωστόσο, λόγω της διεύρυνσης της διαφοράς ιδιωτικών επενδύσεων και αποταμιεύσεων, της χαμηλής και επιδεινούμενης διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας, καθώς και της δημοσιονομικής χαλάρωσης, η εξέλιξη του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών υπήρξε ιδιαιτέρως αρνητική.

Το μέσο ετήσιο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στην περίοδο 2000-2007 έφθασε το 8,9% του ΑΕΠ, από 2,4% του ΑΕΠ στην προηγούμενη δεκαετία 1990-1999. Η σχέση της εξέλιξης του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών από την εξέλιξη της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, όπως μετράται από το αντίστροφο της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας σε όρους μοναδιαίου κόστους εργασίας, είναι εξαιρετικά στενή. Η συνεχής μείωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, τόσο κατά τη δεκαετία της σύγκλισης όσο και μετά την ένταξη στη ζώνη του ευρώ, φαίνεται να είναι ο κυριότερος, αν και όχι ο μόνος, παράγοντας πίσω από τη συνεχή διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Άλλοι παράγοντες, που λειτουργούν όμως πιο έμμεσα, ήταν η διεύρυνση της διαφοράς επενδύσεων και αποταμιεύσεων του ιδιωτικού τομέα, λόγω της μείωσης των πραγματικών επιτοκίων, και η εξέλιξη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
Κατά συνέπεια, αν και έως την εκδήλωση της διεθνούς κρίσης η επιλογή της ένταξης της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ φάνταζε ως μεγάλη επιτυχία, υπήρχε ένα μεγάλο σκοτεινό σημείο, η αρνητική εξέλιξη του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Δημοσιονομικές Εξελίξεις μετά την Ένταξη στη Ζώνη του Ευρώ
Από τη στιγμή που η Ελλάδα εντάχθηκε στην ευρωζώνη, το μόνο εργαλείο σταθεροποίησης της οικονομίας που της είχε απομείνει ήταν η δημοσιονομική πολιτική, δηλαδή η πολιτική των φόρων, των δημοσίων δαπανών και του χρέους.
Ωστόσο, σε συνθήκες ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων σε μία νομισματική ένωση, η δημοσιονομική πολιτική δεν αρκεί για να επιτευχθεί ο διττός στόχος της επαρκούς οικονομικής ανάπτυξης χωρίς προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών, ιδιαίτερα σε μία οικονομία με χαμηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα όπως η Ελλάδα.
Μία προσπάθεια αντιμετώπισης της ανεργίας με δημοσιονομικά μέτρα, όπως η μείωση των φόρων ή η αύξηση των δημοσίων δαπανών, οδηγεί νομοτελειακά σε εξωτερικές ανισορροπίες, με τη μορφή της διεύρυνσης του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Από την άλλη, μία προσπάθεια αντιμετώπισης των εξωτερικών ανισορροπιών, με τη μορφή της αύξησης των φόρων ή της μείωσης των δημοσίων δαπανών, οδηγεί νομοτελειακά σε αύξηση της ανεργίας και ύφεση.
Η ένταξη στη ζώνη του ευρώ είχε δύο δυσμενείς συνέπειες για τις ελληνικές δημοσιονομικές εξελίξεις. Πρώτον, το ελληνικό δημόσιο χρέος μετατράπηκε σε ευρώ, εξυπηρετείτο με πολύ χαμηλότερα επιτόκια, και στην ουσία διεθνοποιήθηκε. Εκτός των ελληνικών τραπεζών και των ελλήνων αποταμιευτών, που διακρατούσαν το μεγαλύτερο μέρος του έως τότε, ένα μεγάλο μέρος του άρχισε να μεταβιβάζεται σε διεθνή χαρτοφυλάκια, μέσω της λειτουργίας των διεθνών κεφαλαιαγορών. Επιπλέον, επεκτάθηκε η μέση διάρκεια των ελληνικών ομολόγων και οι νέες εκδόσεις γίνονταν πλέον αποκλειστικά μέσω των διεθνών κεφαλαιαγορών. Η δεύτερη συνέπεια της ένταξης ήταν η εκ νέου δημοσιονομική και εισοδηματική χαλάρωση, καθώς δόθηκε έμφαση στην βραχυχρόνια τόνωση της ανάπτυξης, της απασχόλησης και των πραγματικών μισθών, και όχι στην εξωτερική ισορροπία.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα στην Ελλάδα άρχισε να διευρύνεται αμέσως μετά την οριστικοποίηση της ένταξης της χώρας στην ευρωζώνη.

Κατά την πρώτη δεκαετία μετά την ένταξη στη ζώνη του ευρώ, η δημοσιονομική πολιτική της χώρας χαρακτηρίστηκε από δύο φάσεις:
Α. Τη δημοσιονομική χαλάρωση του 2000-2004,
Β. Τη δημοσιονομική προσαρμογή της περιόδου 2005-2007,
Μέχρι το 2004, το μικρό πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα του 2000 είχε μετατραπεί σε ένα σημαντικό πρωτογενές έλλειμμα της τάξης του 4% του ΑΕΠ. Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης είχε υπερδιπλασιαστεί, από 4,1% του ΑΕΠ το 2000, στο 8,8% του ΑΕΠ το 2004, έναντι του 3% που προέβλεπε το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης για τις οικονομίες της ζώνης του ευρώ.
Λόγω των φορολογικών ελαφρύνσεων που νομοθετήθηκαν, τα έσοδα του δημοσίου μειώθηκαν από το 42,4% του ΑΕΠ το 2000 στο 38,8% του ΑΕΠ το 2004. Λόγω των αυξήσεων μισθών και συντάξεων, των προσλήψεων στη δημόσιο, των εξοπλιστικών δαπανών και των δαπανών για την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων, οι πρωτογενείς δαπάνες αυξήθηκαν από το 39,6% του ΑΕΠ το 2000, στο 42,8% του ΑΕΠ το 2004.
Η μεγάλη αυτή δημοσιονομική επιδείνωση ήταν αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών της δεύτερης κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη, η οποία εξελέγη το Μάρτιο του 2000 με οριακή πλειοψηφία. Συνέβη δε παρά το γεγονός ότι η δημοσιονομική προσαρμογή στην περίοδο της σύγκλισης ήταν ανεπαρκής, και σε μία περίοδο υψηλής ανάπτυξης και όχι ύφεσης της παγκόσμιας και της ελληνικής οικονομίας.
Τις δυσμενείς δημοσιονομικές επιπτώσεις αυτών των επιλογών κληρονόμησε μετά το Μάρτιο του 2004, η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση της Ν.Δ., με πρωθυπουργό τον Κώστα Καραμανλή.
Μετά την τεκμηρίωση του δημοσιονομικού εκτροχιασμού που είχε επέλθει, με την ολοκλήρωση μιας δημοσιονομικής απογραφής από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, και μετά την ολοκλήρωση των Ολυμπιακών Αγώνων, η κυβέρνηση Καραμανλή υιοθέτησε και έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα σταδιακής δημοσιονομικής προσαρμογής, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης κατά τρεις σχεδόν εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, στο 5,9% του ΑΕΠ έως τα τέλη του 2006.
Λόγω των αρνητικών συνεπειών μιας απότομης δημοσιονομικής προσαρμογής στην ανάπτυξη και την απασχόληση, η κυβέρνηση Καραμανλή επεδίωξε η δημοσιονομική προσαρμογή να είναι ήπια και σταδιακή, ώστε να μην δημιουργηθούν συνθήκες ύφεσης στην ελληνική οικονομία, ιδιαίτερα μετά την ολοκλήρωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο ρυθμός μεγέθυνσης, παρά το ότι μειώθηκε το πρώτο έτος εφαρμογής του προγράμματος, ανέκαμψε το 2006 και παρέμεινε θετικός και το 2007, ενώ το ποσοστό ανεργίας εισήλθε σε καθοδική πορεία σε όλη τη διάρκεια αυτής της υπο-περιόδου.
Έως και το 2008 το δημόσιο χρέος δεν παρουσίασε ανοδική τάση ως ποσοστό του ΑΕΠ. Σε αυτό συνέβαλαν η δημοσιονομική προσαρμογή της περιόδου 2005-2006, τα χαμηλά πραγματικά επιτόκια και ο σχετικά υψηλός ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης.

Δημοσιονομικές αποκλίσεις άρχισαν να εμφανίζονται και πάλι το καλοκαίρι του 2007, το έτος της απαρχής της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, αλλά και ένα έτος εκλογών και μεγάλων φυσικών καταστροφών, όπως οι πυρκαϊές της Πελοποννήσου.
Παρά το ότι η κυβέρνηση Καραμανλή προκήρυξε πρόωρες εκλογές προκειμένου με νωπή εντολή να προχωρήσει στη δεύτερη φάση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, το οριακό αποτέλεσμα των εκλογών του 2007, η εντεινόμενη διεθνής οικονομική κρίση και η πολιτική αστάθεια του 2008-2009 οδήγησαν σε ανατροπή αυτών των σχεδιασμών και σε μία διετία δημοσιονομικής επιδείνωσης.
Επιτόκια και Χρηματοπιστωτική Έκρηξη, 2000-2007
Εκτός από τις δυσμενείς δημοσιονομικές εξελίξεις, οι κυριότεροι δύο επιπλέον παράγοντες που συνέβαλαν στην αποσταθεροποίηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μετά την ένταξη στην ευρωζώνη ήταν η εξέλιξη των πραγματικών επιτοκίων και των πραγματικών μισθών.
Τα μέσα πραγματικά επιτόκια χορηγήσεων μειώθηκαν σχεδόν στο ένα τέταρτο σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία, από το 12,4% στη δεκαετία 1990-1999, στο 3,4% στη δεκαετία 2000-2009. Τα δε πραγματικά επιτόκια καταθέσεων έγιναν αρνητικά, καθώς μειώθηκαν από το 4,2% στη δεκαετία 1990-1999, στο -1,1% στη δεκαετία 2000-2009. Η σημαντική αύξηση των επενδύσεων και η σημαντική μείωση των αποταμιεύσεων ήταν το φυσικό επακόλουθο αυτής της εξέλιξης. Με τη σειρά τους, οι αυξημένες επενδύσεις και η αυξημένη κατανάλωση οδήγησαν τόσο σε αύξηση της συνολικής ζήτησης, του πραγματικού ΑΕΠ και της απασχολήσης, αλλά και σε διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο δεν είναι παρά η διαφορά των συνολικών επενδύσεων από τις αποταμιεύσεις.
Με τη μείωση των πραγματικών επιτοκίων, τη μείωση των αποταμιεύσεων και την αύξηση των επενδύσεων, εκτοξεύθηκε και η τραπεζική χρηματοδότηση, κυρίως προς τον ιδιωτικό τομέα. Οι συνολικές πιστώσεις αυξήθηκαν από το 81,5% του ΑΕΠ το 1999 στο 105,7% του ΑΕΠ το 2007. Για οκτώ περίπου χρόνια αυξάνονταν με ρυθμό 1,3 φορές μεγαλύτερο από το ΑΕΠ.
Οι συνολικές πιστώσεις προς τον ιδιωτικό τομέα αυξάνονταν με ρυθμό 2,5 φορές μεγαλύτερο από ότι το ονομαστικό ΑΕΠ. Ανέβηκαν από το 34,2% του ΑΕΠ το 1999, στο 85,0% του ΑΕΠ το 2007. Την ίδια περίοδο, οι πιστώσεις προς τη γενική κυβέρνηση, δηλαδή τα κρατικά ομόλογα που διακρατούσαν οι τράπεζες, και τα άλλα δάνεια προς φορείς της γενικής κυβέρνησης, μειώθηκαν από το 47,2% του ΑΕΠ το 1999, στο 19,6% του ΑΕΠ το 2007.

Είναι προφανές ότι τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούσαν τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου για να αποκτούν ρευστότητα από το εξωτερικό, προκειμένου να επεκτείνουν τη χρηματοδότηση προς τον ιδιωτικό τομέα. Αυτό συνέτεινε στη μετατροπή του ελληνικού δημόσιου χρέους από εγχώριο σε διεθνές, καθιστώντας την Ελλάδα πολύ πιο ευάλωτη όταν ξέσπασε η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση.
Πραγματικοί Μισθοί και Μείωση Διεθνούς Ανταγωνιστικότητας
Οι δυσμενείς εξελίξεις στο εξωτερικό ισοζύγιο που προκλήθηκαν από την εξέλιξη των επιτοκίων και την έκρηξη του δανεισμού από το πιστωτικό σύστημα, ενισχύθηκαν από την εξέλιξη των πραγματικών μισθών και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας.
Μεταξύ 2000 και 2005, η μέση ετήσια αύξηση των πραγματικών αποδοχών ανά εργαζόμενο ξεπέρασε το 4,0%. Στην ίδια περίοδο, η μέση ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας ανά εργαζόμενο ήταν μόλις 2,6%. Κατά συνέπεια, όπως διαφαίνεται και από την εξέλιξη της σταθμισμένης πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας, υπήρξε στην περίοδο αυτή μία συσσωρευμένη απώλεια ανταγωνιστικότητας, ή υπερτίμηση της πραγματικής ισοτιμίας, κατά σχεδόν 18,0%, καθώς σε πολλές από τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης η αύξηση των πραγματικών αποδοχών ήταν μικρότερη από την αύξηση της παραγωγικότητας.
Μετά το 2005 η μέση ετήσια αύξηση των πραγματικών αποδοχών επιβραδύνθηκε στο 0,5%, και ο ρυθμός μείωσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας επιβραδύνθηκε επίσης, καθώς η σταθμισμένη πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία σταθεροποιήθηκε, έως το 2009 και την επιδείνωση της διεθνούς ύφεσης.

Οι Περιορισμοί της Δημοσιονομικής Πολιτικής Μετά την Ένταξη στην Ευρωζώνη
Οι επιπτώσεις από την πτώση των επιτοκίων, την αύξηση της πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα και τη συνεχή μείωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, δεν μπορούσαν παρά μόνο εν μέρει να αντιμετωπιστούν με δημοσιονομικά μέτρα.
Μετά τη συμμετοχή της στη ζώνη του ευρώ, η ελληνική οικονομία αντιμετώπιζε ένα δυσάρεστο μακροοικονομικό δίλημμα μεταξύ εσωτερικής ύφεσης και ελλειμμάτων στο ισοζύγιο πληρωμών. Ο λόγος ήταν ότι το μόνο πλέον εργαλείο σταθεροποίησης της οικονομίας ήταν η δημοσιονομική πολιτική.
Μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη ύφεση, η οποία θα συνέβαλλε σε μικρότερα ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών λόγω της μείωσης των επενδύσεων και της κατανάλωσης. Μικρότερη δημοσιομική προσαρμογή δεν προκαλούσε μεν ύφεση, αλλά είχε ως συνέπεια μεγαλύτερα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Μόνο αν η Ελλάδα είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει και νομισματικά μέσα, όπως η υποτίμηση του νομίσματος, θα μπορούσε να αποφύγει αυτό το δυσάρεστο δίλημμα, γνωστό ως δίλημμα του Mundell.
