Η διάλεξη αυτή βασίζεται στο βιβλίο του Γιώργου Αλογοσκούφη, Πριν και Μετά τη Μεταπολίτευση: Θεσμοί, Πολιτική και Οικονομία στην Ελλάδα, Αθήνα, Gutenberg, 2024, στο οποίο περιλαμβάνεται μεγαλύτερη ανάλυση και περισσότερες λεπτομέρειες.

______________________________________________

Με την κατάρρευση της δικτατορίας στις 24 Ιουλίου του 1974, εκλήθη να επανέλθει στην Ελλάδα, μετά από εξορία 11 ετών στο Παρίσι, ο πρώην πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ο Καραμανλής ανέλαβε πρωθυπουργός, επικεφαλής μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας.

Επανήλθε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, χωρίς τις διατάξεις για τη μορφή του πολιτεύματος, και νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν νέα πολιτικά κόμματα. Το πρώτο ήταν η Νέα Δημοκρατία (ΝΔ), με ηγέτη τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και το δεύτερο το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ), με ηγέτη τον Ανδρέα Παπανδρέου ο οποίος δεν μετείχε στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Επιπλέον, επανιδρύθηκε η προδικτατορική Ένωση Κέντρου, με αρχηγό τον Γεώργιο Μαύρο.

Η Μεταπολίτευση του 1974

Η διενέργεια στις 17 Νοεμβρίου 1974 των πρώτων ελεύθερων εκλογών μετά από μία δεκαετία αποτέλεσε καμπή στην πορεία προς την πλήρη ομαλοποίηση της πολιτικής ζωής, καθώς ανέδειξε μια δημοκρατική κυβέρνηση που διέθετε ισχυρή λαϊκή εντολή, ενώ επέτρεψε και την καταγραφή της λαϊκής απήχησης όλων των πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Επιπλέον ανέδειξε την Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή, επιφορτισμένη με την εκπόνηση νέου Συντάγματος.

Οι εκλογές ανέδειξαν νικήτρια τη Νέα Δημοκρατία του Καραμανλή, με 54,4% και 220 έδρες στο Κοινοβούλιο. Στη δεύτερη θέση βρέθηκε ο συνδυασμός Ένωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις (20,4%, 60 έδρες), ενώ στην τρίτη θέση κατετάγη το ΠΑ.ΣΟ.Κ. του Ανδρέα Παπανδρέου (13,6%, 8 έδρες). Η αριστερά εκπροσωπήθηκε από τον συνασπισμό της Ενωμένης Αριστεράς (9,5%, 8 έδρες).

Στις 22 Νοεμβρίου 1974 προκηρύχθηκε δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος μεταξύ Βασιλευόμενης και Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Αυτό διεξήχθη στις 8 Δεκεμβρίου του 1974 και το αποτέλεσμα του ήταν 69,2% υπέρ της Αβασίλευτης Δημοκρατίας. 

Το νέο Σύνταγμα της Ελλάδας ψηφίστηκε στις 7 Ιουνίου 1975 από την Ε΄ Αναθεωρητική βουλή και με αυτό καθιερώθηκε ως πολίτευμα η προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Οι Κοινωνικές Επιπτώσεις της Μεταπολίτευσης

Η αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974, μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, σηματοδότησε την αρχή του τέλους των μεγάλων κοινωνικών διαιρέσεων που δημιουργήθηκαν από τον εμφύλιο πόλεμο στα τέλη της δεκαετίας του 1940. 

Σηματοδότησε επίσης την απαρχή μιας διαδικασίας χειραφέτησης κοινωνικών ομάδων που, παρότι είχαν συμμετάσχει στα οφέλη από την οικονομική ανάπτυξη, θεωρούσαν ότι βρίσκονταν στο περιθώριο των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων στα προηγούμενα εικοσίπέντε χρόνια. Τέτοιες κοινωνικές ομάδες ήταν οι αγρότες, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι αυτοαπασχολούμενοι και οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης που είχε αναδειχθεί στην μετεμφυλιακή περίοδο. 

Οι κοινωνικές αυτές ομάδες θεώρησαν τη μεταπολίτευση ως ευκαιρία για να αρχίσουν να ικανοποιούνται οι απαιτήσεις τους για πιο ενεργή συμμετοχή στην πολιτική διαδικασία, για υπέρ τους αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου και για περαιτέρω σύγκλιση του βιοτικού τους επιπέδου προς το βιοτικό επίπεδο των πιο αναπτυγμένων οικονομιών της Δυτικής Ευρώπης.

Οι απαιτήσεις τους αυτές ήταν ένας από τους βασικούς κινητήριους μοχλούς της ελληνικής πολιτικής μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970. 

Οι ομάδες αυτές, οι οποίες αρχικά συντάχθηκαν πίσω από τον Καραμανλή, σταδιακά βρήκαν την πολιτική τους έκφραση κυρίως στο ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου και λιγότερο στην προδικτατορική Ένωση Κέντρου ή στα κόμματα της αριστεράς. Αυτό οδήγησε σχετικά γρήγορα στην αμφισβήτηση και τελικά στην αλλαγή ενός πολύ μεγάλου μέρους του θεσμικού οικοδομήματος που χαρακτήριζε την Ελλάδα των είκοσι πέντε ετών μεταξύ του τέλους του εμφυλίου πολέμου το 1949 και της αποκατάστασης της δημοκρατίας το 1974.

Οι Θεσμικές, Πολιτικές και Οικονομικές Επιπτώσεις της Μεταπολίτευσης

Οι θεσμικές, πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις της μεταπολίτευσης φάνηκαν πολύ σύντομα.

Το Σύνταγμα του 1975, στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα, είχε μεγάλες διαφορές με το προηγούμενο Σύνταγμα του 1952, καθώς αντανακλούσε τη νέα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, και τις αντιλήψεις που ευνοούσαν την αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου και την επέκταση της κρατικής οικονομικής δραστηριότητας.

Ο ρόλος των συνδικάτων, καθώς και η φύση και το εύρος της κρατικής οικονομικής δραστηριότητας άλλαξαν ριζικά μετά τη μεταπολίτευση, στην προσπάθεια να προσαρμοσθούν στα νέα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα. Για παράδειγμα, ακόμη και οι κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή προχώρησαν σε κρατικοποιήσεις μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.

Το πολιτικά αυταρχικό μετεμφυλιακό καθεστώς μετατράπηκε σε μία από τις πιο ανοικτές και φιλελεύθερες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες της Ευρώπης. Χωρίς αμφιβολία, η μεταπολίτευση του 1974 υπήρξε από πολιτική άποψη μία από τις καλύτερες της σύγχρονης Ελλάδας. Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία λειτούργησε σύμφωνα με τα δυτικοευρωπαϊκά κοινοβουλευτικά πρότυπα, με εναλλαγή κομμάτων στην εξουσία, χωρίς παρεμβάσεις του στρατού και πολιτικές παρεκτροπές.

Απο την άλλη, η νομισματική σταθερότητα και η δημοσιονομική πειθαρχία έπαψαν να είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της μακροοικονομικής πολιτικής, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του συστήματος σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods και τη πρώτη πετρελαϊκή κρίση, που είχαν προηγηθεί της μεταπολίτευσης. Η έμφαση της μακροοικονομικής πολιτικής μετακινήθηκε προς την ενίσχυση της απασχόλησης, με παράλληλη βελτίωση των πραγματικών μισθών, δύο επιδιώξεων που σε συνθήκες μείωσης του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας αποδείχθηκαν αντικρουόμενες και οδήγησαν σταδιακά σε στασιμοπληθωρισμό και στην αποσταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας.

Η Ελληνική Οικονομία από τη Μεταπολίτευση έως την Ένταξη στην Ε.Ο.Κ, 1974-1981

Η οικονομική πολιτική της προενταξιακής περιόδου 1975-1979 διαμορφώθηκε κυρίως από τρεις παράγοντες. 1. Την κοινωνική πίεση για αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου, 2. Την επικράτηση κοινωνικών και πολιτικών αντιλήψεων που συνέβαλαν στην επέκταση της κρατικής οικονομικής δραστηριότητας, και, 3. Τις προετοιμασίες για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ.

Αυτές οι δυνάμεις επηρέασαν σχεδόν όλες τις επιλογές της οικονομικής πολιτικής κατά την περίοδο μέχρι την ένταξη στην ΕΕ.

Ως αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής της περιόδου, σημειώθηκε μία σχετικά ικανοποιητική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας από την ύφεση του 1974. Τα σχετικά στοιχεία παρουσιάζονται στο Γράφημα 1. Από μείωση κατά 6,4% το 1974, το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 6,4% το 1975. Ο ρυθμός οικονομικός μεγέθυνσης παρέμεινε σχετικά υψηλός έως και το 1979, υπερβαίνοντας σημαντικά το μέσο ρυθμό μεγέθυνσης των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15.

Γράφημα 1: Ετήσιοι Ρυθμοί Μεγέθυνσης Πραγματικού ΑΕΠ Ελλάδας και ΕΕ-15, 1972-1981

Ο πληθωρισμός σημείωσε μια μεγάλη πτώση από το 27% του 1974 στο 13,6% το 1975 και συνέχισε να παρουσιάζει μία μικρή πτώση έως το 1978, όταν διαμορφώθηκε στο 12,6%. Οι σχετικές εξελίξεις παρουσιάζονται στο Γράφημα 2. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι ενώ έως το 1972 ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού της Ελλάδας ήταν στα ίδια επίπεδα με τον μέσο πληθωρισμό των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15, μετά το 1973 ο πληθωρισμός της Ελλάδας διαμορφώθηκε σε υψηλότερο επίπεδο. Αυτό ήταν όπως θα δούμε αποτέλεσμα της πιο χαλαρής εισοδηματικής και νομισματικής-συναλλαγματικής πολιτικής.

Γράφημα 2: Ετήσιοι Ρυθμοί Πληθωρισμού Ελλάδας και ΕΕ-15, 1972-1981

Ως αποτέλεσμα της ανάκαμψης της οικονομίας, η ανεργία παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα της τάξης του 2%, σημαντικά χαμηλότερη από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15, στην οποία μετά την ύφεση του 1974 το ποσοστό ανεργίας άρχισε να παρουσιάζει ανοδική τάση. Οι σχετικές εξελίξεις απεικονίζονται στο Γράφημα 3.

Γράφημα 3: Η Εξέλιξη του Ποσοστού Ανεργίας στην Ελλάδα και την ΕΕ-15, 1972-1981

Παράλληλα μετά τη μεταπολίτευση υπήρξε σταδιακή βελτίωση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το οποίο είχε επιδεινωθεί κατά τα δύο τελευταία χρόνια της δικτατορίας. Από 5,3% του ΑΕΠ το 1973 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διαμορφώθηκε στο 3% το 1976 και συνέχισε την πτωτική του τάση έως το ξέσπασμα της δεύτερης πετρελαϊκής κρίσης το 1979.

Γράφημα 4: Η Εξέλιξη του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών της Ελλάδας, 1972-1981

Επιπλέον, μέχρι το 1980, το δημοσιονομικό έλλειμμα παρέμεινε χαμηλό, κάτω από το 3% του ΑΕΠ. Οι σχετικές εξελίξεις παρουσιάζονται στο Γράφημα 5.

Γράφημα 5: Το Συνολικό και Πρωτογενές Ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης της Ελλάδας, 1972-1981

Λόγω των χαμηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του υψηλού ρυθμού μεγέθυνσης, το δημόσιο χρέος παρέμεινε σε πολύ χαμηλά επίπεδα της τάξης του 20-25% του ΑΕΠ. Οι σχετικές εξελίξεις παρουσιάζονται στο Γράφημα 6.

Γράφημα 6: Χρέος της Γενικής Κυβέρνησης της Ελλάδας, 1972-1981

Αναφορικά με την εισοδηματική πολιτική, μετά από μείωση κατά 5,7% κατά το 1974, οι πραγματικές αποδοχές των μισθωτών αυξάνονταν κατά 7,1% το χρόνο στην περίοδο 1975-1979, περισσότερο από την αύξηση της μέσης παραγωγικότητας της εργασίας, η οποία ήταν κατά μέσο όρο 4,6% στην ίδια περίοδο. Η εξέλιξη των αυξήσεων των ονομαστικών αποδοχών και του δείκτη τιμών καταναλωτού απεικονίζονται στο Γράφημα 7.

Γράφημα 7: Αυξήσεις Μέσων Αποδοχών Μισθωτών και Πληθωρισμός, 1972-1981

Λόγω της κατάρρευσης του συστήματος σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods, ήδη από το 1973, και προκειμένου να βελτιωθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, στην περίοδο μετά το 1975 εγκαινιάσθηκε μία νέα συναλλαγματική πολιτική, η πολιτική της διολίσθησης της ισοτιμίας της δραχμής σε σχέση με ένα καλάθι νομισμάτων των κυριότερων εμπορικών εταίρων της Ελλάδας. Τα αποτελέσματα αυτή της πολιτικής απεικονίζονται στο Γράφημα 8. Στην περίοδο 1975-1978 το μέσο ετήσιο ποσοστό υποτίμησης της σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής ήταν 6,6%, ενώ η διαφορά πληθωρισμού μεταξύ της Ελλάδας και των εμπορικών εταίρων στον ΟΟΣΑ ήταν μόλις 2,8%. Αυτό συνεπαγόταν μία ετήσια βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων κατά 3,8% το χρόνο. Η πολιτική αυτή όμως συντελούσε και στη διατήρηση της θετικής διαφοράς πληθωρισμού μεταξύ της Ελλάδας και των εμπορικών της εταίρων, μέσω του φαύλου κύκλου μισθών και τιμών. Οι αυξήσεις των τιμών των εισαγομένων πέραν του διεθνούς πληθωρισμού που προκαλούσε η πολιτική της διολίσθησης τόσο άμεσα, όσο και έμμεσα, μέσω των μισθολογικών αυξήσεων για την κάλυψη των απωλειών από τον πληθωρισμό, οδηγούσε σε συνεχώς υψηλότερο μέσο πληθωρισμό στην Ελλάδα κατά την περίοδο αυτή.

Γράφημα 8: Υποτίμησης Σταθμισμένης Συναλλαγματικής Ισοτιμίας και Πληθωρισμός, 1972-1981

Η ανάκαμψη της οικονομίας και η γενικότερα θετική εξέλιξη των μακροοικονομικών μεγεθών κατά την περίοδο 1975-1978 δοκιμάστηκαν μετά τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση που ξέσπασε το 1979, και η οποία οδήγησε σε ένα νέο επεισόδιο στασιμοπληθωρισμού.

Ο ρυθμός μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ μειώθηκε απότομα, από 7,2% το 1978, σε 3,3% το 1979 και σε 0,7% το 1980. Το 1981 σημειώθηκε η δεύτερη μεταπολεμική ύφεση της Ελληνικής οικονομίας μετά το 1974, με το πραγματικό ΑΕΠ να μειώνεται κατά 1,6% περίπου (βλ. Γράφημα 1).

Ο ετήσιος πληθωρισμός σχεδόν διπλασιάστηκε από 12,5% το 1978 σε 25,0% το 1980 και 24,5% το 1981 (βλ. Γράφημα 2).

Το ποσοστό ανεργίας διπλασιάστηκε επίσης από 1,8% του εργατικού δυναμικού το 1978 σε 4% το 1981 (βλ. Γράφημα 3).

Η τάση μείωσης του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αντιστράφηκε, με αποτέλεσμα το έλλειμμα να αυξηθεί από το 2,1% του ΑΕΠ το 1978 στο 4,6% του ΑΕΠ το 1981 (βλ. Γράφημα 4).

Επιπλέον, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης, κατά το εκλογικό έτος 1981, υπερτριπλασιάστηκε στο 9% του ΑΕΠ, από μόλις 2,6 % το 1980, τόσο λόγω της διεθνούς ύφεσης όσο και λόγω της προεκλογικής πολιτικής της απερχόμενης κυβέρνησης της Ν.Δ (βλ. Γράφημα 5).

Τέλος, λόγω της αύξησης του διεθνούς πληθωρισμού, της διεθνούς ύφεσης και της προσπάθειας μείωσης των επιπτώσεων της στην ελληνική οικονομία, οι αυξήσεις των ονομαστικών αποδοχών των μισθωτών υστέρησαν των αυξήσεων του δείκτη τιμών καταναλωτού κατά τη διετία 1980-1981, με αποτέλεσμα τη μείωση των πραγματικών αποδοχών κατά 7,2% το 1980 και κατά 2,6% κατά το 1981 (βλ. Γράφημα 7).

Τέλος, κατά την τριετία 1979-1981 η συναλλαγματική πολιτική έπαψε να συμβάλλει στη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Λόγω της αύξησης του διεθνούς πληθωρισμού και των επιπτώσεων της στον ελληνικό πληθωρισμό, το ποσοστό διολίσθησης της σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής περιορίστηκε σε σχέση με τη διαφορά πληθωρισμού, με αποτέλεσμα η διεθνής ανταγωνιστικότητα να μειωθεί συνολικά κατά 3,3% στη τριετία αυτή.

Έτσι, το 1981, έτος ένταξης στην ΕΕ, ήταν επίσης έτος αποσταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας, τόσο λόγω της δεύτερης διεθνούς πετρελαϊκής κρίσης αλλά και του εσωτερικού εκλογικού κύκλου.

Η Ένταξη στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και η Ελληνική Οικονομία

Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), μία Κοινότητα η οποία αργοτερα μετεξελίχθηκε στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), πραγματοποιήθηκε το 1981.

Η αίτηση για ένταξη υποβλήθηκε τον Ιούνιο του 1975, λίγο μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Η ένταξη ολοκληρώθηκε μετά από μία σχετικά σύντομη περίοδο προετοιμασίας, παρά την αντίθεση της αντιπολίτευσης, και τις επιφυλάξεις από διάφορες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, κυρίως λόγω της επιμονής και των προσπαθειών του τότε πρωθυπουργού. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θεωρούσε ότι η ένταξη θα συνέβαλε όχι μόνο στην εδραίωση των πρόσφατα αποκατασταθεισών δημοκρατικών ελευθεριών αλλά και στην περαιτέρω κοινωνική και οικονομική πρόοδο για την Ελλάδα. Άλλωστε, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, με πρωθυπουργό τον Καραμανλή, η Ελλάδα είχε υπογράψει συμφωνία σύνδεσης με την νεοσύστατη τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ). 

Παρόλα αυτά, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, της δασμολογικής προστασίας έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και της μεσολάβησης της περιόδου της δικτατορίας, η ελληνική οικονομία ήταν σχετικά απροετοίμαστη για τη πλήρη συμμετοχή της στην πολύ πιο αποτελεσματική και ανταγωνιστική ευρωπαϊκή οικονομία στις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Η ελληνική οικονομία η οποία εντάχθηκε στην ΕΟΚ το 1981 ήταν μία οικονομία με προβλήματα διεθνούς ανταγωνιστικότητας, τα οποία είχαν επιδεινωθεί από τις πετρελαϊκές κρίσεις και έγιναν ακόμη σοβαρότερα μετά τη μείωση της δασμολογικής προστασίας. Από την άλλη, έως το 1980, η δημοσιονομική κατάσταση δεν ήταν ιδιαίτερα ανησυχητική, καθώς το δημόσιο χρέος ήταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα σε σχέση με το ΑΕΠ.

Σύνδεσμος στις Πλήρεις Διαφάνειες της Διάλεξης