Η διάλεξη αυτή βασίζεται στο βιβλίο του Γιώργου Αλογοσκούφη, Πριν και Μετά τη Μεταπολίτευση: Θεσμοί, Πολιτική και Οικονομία στην Ελλάδα, Αθήνα, Gutenberg, 2024, στο οποίο περιλαμβάνεται μεγαλύτερη ανάλυση και περισσότερες λεπτομέρειες.

______________________________________________

Στις 21 Απριλίου 1967, και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου σε μία προσπάθεια εκτόνωσης της πολιτικής κρίσης που σοβούσε από το 1965, μία ομάδα αξιωματικών του στρατού (junta), υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Γεωργίου Παπαδόπουλου, επικεφαλής μίας από τις εξωθεσμικές εθνικιστικές οργανώσεις του στρατεύματος, κατέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα καταλύοντας τη δημοκρατία. 

Ο Bασιλιάς Κωνσταντίνος Β΄, αφού όρκισε την πρώτη κυβέρνηση των συνταγματαρχών, το Δεκέμβριο του 1967 συμμετείχε σε μια αποτυχημένη προσπάθεια ανατροπής της δικτατορίας. Μετά την αποτυχία του αντιπραξικοπήματος η δικτατορία εδραιώθηκε και ο ίδιος κατέφυγε στην Ιταλία και στη συνέχεια στη Βρετανία. Για μία επταετία, από τον Απρίλιο του 1967 ως τον Ιούλιο του 1974, η Ελλάδα κυβερνήθηκε από μία στυγνή στρατιωτική δικτατορία. 

Παρότι η δικτατορία δεν αντιμετώπισε μαζική αντίσταση, σε όλο το διάστημα της επταετίας χρησιμοποίησε μια ιδιαίτερα βίαια τακτική καταστολής, με εκτοπίσεις, φυλακίσεις και βασανιστήρια χιλιάδων πολιτών, με κύριο κριτήριο τα πολιτικά τους φρονήματα και την εικαζόμενη αντιστασιακή τους πρόθεση ή δράση. Λόγω της αυστηρής προληπτικής λογοκρισίας η συστηματική αυτή καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν γινόταν ευρύτερα γνωστή στο εσωτερικό. Η όποια ενημέρωση βασιζόταν σε ραδιοφωνικούς σταθμούς από το εξωτερικό. Επιπλέον, λόγω της διεθνούς κατακραυγής, και προκειμένου να αποφύγει τα χειρότερα, το καθεστώς έδωσε άδεια σε κάποιους από τους επώνυμους αντιπάλους του να φύγουν στο εξωτερικό. Το 1969, λόγω των συστηματικών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το Συμβούλιο της Ευρώπης κινήθηκε για την αποβολή της Ελλάδας από τις τάξεις του, οδηγώντας την τότε κυβέρνηση της δικτατορίας να ανακοινώσει την αποχώρηση της χώρας.

Παρά τη σχετικά καλή πορεία της οικονομίας ως το 1972, η οποία συνέβαλε αρχικά και στην ανοχή του πληθυσμού, η δικτατορία του 1967 δεν απέκτησε ποτέ πολιτική νομιμοποίηση. Όταν δε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 οι οικονομικές συνθήκες άρχισαν να επιδεινώνονται, η αντίδραση στη δικτατορία φούντωσε, κυρίως μέσω φοιτητικών εξεγέρσεων. Αυτές κορυφώθηκαν το Νοέμβριο του 1973 με την εξέγερση του Πολυτεχνείου, η οποία γενικεύθηκε και αποσταθεροποίησε το καθεστώς.

Η Χούντα των Συνταγματαρχών: N. Μακαρέζος, Σ. Παττακός, Γ. Παπαδόπουλος

Η Οικονομική Πολιτική της Δικτατορίας

Στην οικονομία, παρά τις διακηρύξεις τους περί υιοθέτησης μιας πολιτικής που θα βασιζόταν κατά κύριο λόγο στην ιδιωτική πρωτοβουλία, οι κυβερνήσεις της δικτατορίας διατήρησαν τις βασικές κατευθύνσεις της οικονομικής και αναπτυξιακής των προκατόχων τους. Άλλωστε, δεν είχαν και εναλλακτική πρόταση. 

Ωστόσο, οδήγησαν αυτή την πολιτική στα άκρα και η μακροοικονομική πολιτική δεν επέδειξε την ευελιξία που απαιτούσαν οι περιστάσεις, ιδιαίτερα εν όψει της σταδιακής αύξησης του διεθνούς πληθωρισμού και της αποσταθεροποίησης του συστήματος σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods στα τέλη της δεκαετίας του 1960.

Το 1967 είχε αρχίσει να διαφαίνεται επιβράδυνση των επενδύσεων και της οικονομικής δραστηριότητας, λόγω της εσωτερικής πολιτικής αστάθειας που είχε προηγηθεί, της επιβολής της δικτατορίας, του αραβοϊσραηλινού πολέμου του Ιουνίου του 1967 και της όξυνσης του κυπριακού τον Νοέμβριο του 1967. 

Το καθεστώς, προκειμένου να διατηρήσει την ανοχή του πληθυσμού, επεδίωξε με όλα τα μέσα επιτάχυνση της οικονομικής μεγέθυνσης μέσω της αύξησης της συνολικής ζήτησης. Η πολιτική αυτή αποτυπώθηκε στο Πενταετές Πρόγραμμα για την περίοδο 1968-1972.

Τελικά όμως, στην προσπάθεια τους να διατηρήσουν την ανοχή του πληθυσμού, σταδιακά οδήγησαν την οικονομία σε υπερθέρμανση, η οποία, σε συνδυασμό με λάθος επιλογές στο πεδίο της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής, εκδηλώθηκε με τη μεγάλη διεύρυνση των εξωτερικών ελλειμμάτων και, το 1973, την έκρηξη του πληθωρισμού.  

Μακροοικονομικές Επιπτώσεις της Οικονομικής Πολιτικής της Δικτατορίας

Οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας κατά την επταετία της δικτατορίας σε σύγκριση με την τελευταία δωδεκαετία της μεταμφυλιακής δημοκρατίας παρουσιάζονται στον πίνακα που ακολουθεί.

1955-19631964-19661955-19661967-1974
Ε.Σ – Ε.Ρ.ΕΕ.ΚΕ.Ρ.Ε και Ε.ΚΔικτατορία
Μεγέθυνση
Ετήσιο % Μεταβολής ΑΕΠ
Συνολικό6.6%7.9%6.9%6.3%
Κατά Κεφαλήν5.7%7.3%6.1%5.8%
Πληθωρισμός
Ετήσια % Μεταβολή ΔΤΚ2.4%2.9%2.6%7.1%
Ανεργία
% Εργατικού Δυναμικού5.6%4.9%5.4%3.8%
Εξωτερικό Ισοζύγιο
% ΑΕΠ
Εμπορικό-8,5%-11,1%-9,2%-12,3%
Τρεχουσών Συναλλαγών-1.2%-3.9%-1.8%-4.3%
Βασικό0.4%-1.3%0.0%-1.5%
Δημοσιονομικό Ισοζύγιο
% ΑΕΠ
Κεντρικής Κυβέρνησης-2.4%-2.1%-2.3%-3.0%
Τακτικού Προϋπολογισμού0.5%0.7%0.5%1.0%
Κατανάλωση
% ΑΕΠ
Ιδιωτική75.6%70.5%74.3%69.0%
Δημόσια14.3%13.5%14.1%12.8%
Ακαθάριστες Επενδύσεις
% ΑΕΠ
Ιδιωτικές12.4%16.3%13.4%17.1%
Δημόσιες5.8%6.5%6.0%7.1%
Μέσες Αποδοχές Μισθωτών
Ετήσιο % Μεταβολής
Ονομαστικές5.5% *12.7%7.7%11.9%
Πραγματικές3.8% *9.8%5.6%4.7%
Επιτόκια Χορηγήσεων
Ονομαστικά9.9%10.0%9.9%9.9%
Πραγματικά7.5%7.1%7.4%2.7%
Επιτόκια Καταθέσεων
Ονομαστικά6.5%4.7%6.0%5.8%
Πραγματικά4.1%1.8%3.5%-1.4%

Από τα στοιχεία του πίνακα αυτού μπορούν να εξαχθούν τα ακόλουθα συμπεράσματα:

  1. Ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης του συνολικού πραγματικού ΑΕΠ στην περίοδο της δικτατορίας διαμορφώθηκε σε ελαφρά χαμηλότερο επίπεδο τόσο σε σύγκριση με την οκταετία της Ε.Ρ.Ε όσο και με την τριετία της Ε.Κ, κατά την οποία είχε σημειωθεί ο υψηλότερος μέσος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης της περιόδου. Ο μέσος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης στην δωδεκαετία 1955-1966 ήταν 6,9% έναντι 6,3% στην επταετία της δικτατορίας. Χαμηλότερος ήταν και ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ ο οποίος διαμορφώθηκε στο 5,8% κατά την επταετία της δικτατορίας, έναντι 6,1% στη δωδεκαετία πριν την δικτατορία. Κατά συνέπεια, οι αναπτυξιακές επιδόσεις της περιόδου της δικτατορίας ήταν ελαφρά χειρότερες σε σχέση με την κοινοβουλευτική δωδεκαετία που είχε προηγηθεί.
  2. Αρκετά χειρότερες ήταν όμως οι επιδόσεις αναφορικά με τη σταθερότητα των τιμών. Ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός στην επταετία της δικτατορίας διαμορφώθηκε στο 7,1% έναντι 2,6% στην κοινοβουλευτική δωδεκαετία που είχε προηγηθεί της δικτατορίας. Μάλιστα στο τέλος της επταετίας της δικτατορίας, ο πληθωρισμός κυριολεκτικά εξερράγη. Από 4,3% το 1972, το 1973 διαμορφώθηκε στο 15,4% και το 1974 στο 25,6%. Η έκρηξη αυτή ήταν αποτέλεσμα τόσο της πολιτικής της δικτατορίας, αλλά και διεθνών εξελίξεων, όπως η αύξηση του διεθνούς πληθωρισμού και των τιμών των καυσίμων. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι το μέσο ποσοστό πληθωρισμού στις οικονομίες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) κατά το 1973 και 1974 ήταν σχεδόν το μισό σε σχέση με την Ελλάδα, 8,2% το 1973 και 14,1% το 1974. Κατά συνέπεια, η αύξηση του διεθνούς πληθωρισμού δεν αρκεί για να εξηγηθεί η μεγάλη έκρηξη του πληθωρισμού κατά την τελευταία διετία της δικτατορίας.   
  3. Τέλος, η περίοδος της δικτατορίας χαρακτηρίστηκε από σημαντική επιδείνωση στο εξωτερικό ισοζύγιο. Κατά τη διάρκεια της επταετίας, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο στο 12,3% του ΑΕΠ, έναντι 9,2% του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια της δωδεκαετίας πριν την δικτατορία. Αντίστοιχη ήταν και η διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο αυξήθηκε κατά μέσο όρο στο 4,3% του ΑΕΠ, έναντι 1,8% κατά τη διάρκεια της δωδεκαετίας πριν την δικτατορία. Μια πρώτη διεύρυνση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είχε σημειωθεί κατά την τριετία των κυβερνήσεων της Ε.Κ, 1964-1966, όταν είχαν αυξηθεί κατά μέσο όρο στο 11,1% και στο 3,9% του ΑΕΠ αντίστοιχα. Ωστόσο, η ανισορροπία του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών συνεχίστηκε και εντάθηκε κατά την περίοδο της δικτατορίας. Το βασικό ισοζύγιο, το οποίο περιλαμβάνει και τις αυτόνομες κινήσεις κεφαλαίου, από ισοσκελισμένο στην δωδεκαετία 1955-1966, στην επταετία της δικτατορίας κατέστη ελλειμματικό κατά 1,5% του ΑΕΠ το χρόνο.

Δημόσιες και Ιδιωτικές Επενδύσεις Παγίου Κεφαλαίου

Ένα από τα μέσα στα οποία προσέφυγαν οι κυβερνήσεις της δικτατορίας για την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης ήταν το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Στην επταετία 1967-1974 οι δημόσιες επενδύσεις διαμορφώθηκαν κατά μέσο όρο στο 7,1% του ΑΕΠ, έναντι 6,0% του ΑΕΠ στη δωδεκαετία 1955-1966. Μεγάλο μέρος της αύξησης των δημοσίων επενδύσεων κατευθύνθηκε σε έργα οδοποιίας, με βάση την παλιά δοκιμασμένη συνταγή της δεκαετίας του 1950. Ωστόσο, η κοινωνική αποδοτικότητα της οδοποιίας δεν ήταν τόσο υψηλή στα τέλη της δεκαετίας του 1960 όσο στην δεκαετία του 1950, καθώς οι πιο απαραίτητοι οδικοί άξονες είχαν ολοκληρωθεί. Κατά συνέπεια, οι επιπτώσεις αυτής της πολιτικής ήταν κυρίως βραχυχρόνιες, μέσω της αύξησης της συνολικής ζήτησης, και όχι μεσοχρόνιες μέσω των εξωτερικών επιδράσεων της βελτίωσης των υποδομών στην συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών.

Ένα δεύτερο μέσο που χρησιμοποίησε η δικτατορία ήταν τα ενισχυμένα κίνητρα και η αυξημένη χρηματοδότηση για ιδιωτικές επενδύσεις.  Στην επταετία 1967-1974 οι ιδιωτικές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου διαμορφώθηκαν κατά μέσο όρο στο 17,1% του ΑΕΠ, έναντι 13,4% του ΑΕΠ κατά την προηγούμενη δωδεκαετία. Ωστόσο, μεγάλο μέρος της αύξησης των ιδιωτικών επενδύσεων κατευθύνθηκε στις κατασκευές, κυρίως στον τουρισμό και τις κατοικίες. Στην επταετία 1967-1974 οι ιδιωτικές επενδύσεις σε κατοικίες διαμορφώθηκαν στο 7,0% του ΑΕΠ, όσο και στην τριετία των κυβερνήσεων της Ε.Κ, έναντι 5,6% του ΑΕΠ στην οκταετία 1956-1963 της Ε.Ρ.Ε. Οι ιδιωτικές επενδύσεις στη μεταποίηση διαμορφώθηκαν στο 3,4% του ΑΕΠ, έναντι 3,0 του ΑΕΠ κατά την τριετία των κυβερνήσεων της Ε.Κ και 1,8% του ΑΕΠ στην οκταετία της Ε.Ρ.Ε. Στους υπόλοιπους κλάδους, μεταξύ των οποίων και ο τουρισμός, οι ιδιωτικές επενδύσεις διαμορφώθηκαν στο 6,7% του ΑΕΠ, έναντι 6,3% του ΑΕΠ κατά την τριετία των κυβερνήσεων της Ε.Κ και 5,2% του ΑΕΠ κατά την οκταετία της Ε.Ρ.Ε.

Η σημαντική αύξηση των επενδύσεων κατά την περίοδο της δικτατορίας είχε σχετικά μικρές επιπτώσεις τόσο στο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης όσο και στο εξωτερικό ισοζύγιο. Αυτό ήταν σε αντίθεση με την τριετία των κυβερνήσεων της Ε.Κ, όταν η επέκταση της συνολικής ζήτησης μέσω των επενδύσεων και της αύξησης των πραγματικών μισθών είχε οδηγήσει σε αξιοσημείωτη επιτάχυνση των ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης αλλά και σημαντική επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Ακαθάριστες Επενδύσεις Παγίου Κεφαλαίου, 1948-1974

Οι πολύ μικρές επιπτώσεις της αύξησης των επενδύσεων στο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης κατά την περίοδο της δικτατορίας υποδεικνύουν ότι η οικονομική αποδοτικότητα των επενδύσεων υπήρξε πολύ χαμηλότερη σε σχέση με το παρελθόν. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε δύο λόγους.

Πρώτον, στη χαμηλή ποιότητα των επενδυτικών σχεδίων που υλοποιήθηκαν σε σχέση με το παρελθόν.

Δεύτερον στις πιο έντονα φθίνουσες αποδόσεις στη συσσώρευση του κεφαλαίου, λόγω της αύξησης του κεφαλαίου ανά εργαζόμενο που είχε προηγηθεί. Η δεύτερη ερμηνεία είναι συμβατή με τις προβλέψεις του υποδείγματος του Solow (1956). Σταδιακά, η μείωση του οριακού προϊόντος του κεφάλαιου από τη συσσώρευση του οδηγούσε σε όλο και μικρότερη αύξηση του συνολικού και του κατά κεφαλήν προϊόντος από τις επιπλέον επενδύσεις.

Εγχώριες Αποταμιεύσεις και Χρηματοδότηση Επενδύσεων

Αναφορικά με τη σχετικά μικρή επίπτωση της αύξησης των επενδύσεων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ο κυριότερος λόγος φαίνεται πως ήταν ότι στην περίοδο της δικτατορίας επανήλθε για ένα διάστημα (έως το 1972), η αυξητική τάση των ιδιωτικών αποταμιεύσεων, η οποία είχε επιβραδυνθεί κατά την τριετία των κυβερνήσεων της Ε.Κ. Μεγάλο μέρος της αύξησης των επενδύσεων ως το 1972 χρηματοδοτήθηκε από εγχώριες αποταμιεύσεις και μικρότερο από εξωτερικό δανεισμό. Ένα σημαντικό ποσοστό των δημοσίων επενδύσεων χρηματοδοτήθηκε εν μέρει από τα πλεονάσματα του τακτικού προϋπολογισμού (βλ. σχετικό γράφημα). Οι υπόλοιπες, και ένα σημαντικό ποσοστό των ιδιωτικών επενδύσεων, χρηματοδοτήθηκαν από τις αποταμιεύσεις των ελληνικών νοικοκυριών. Αυτό πάντως δεν απέτρεψε και την περαιτέρω επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου.

Δημόσια και Ιδιωτική Κατανάλωση, 1948-1974

Από 77,7% του ΑΕΠ το 1956, η ιδιωτική κατανάλωση έπεσε στο 70,8% του ΑΕΠ στο τέλος της οκταετίας της Ε.Ρ.Ε το 1963. Αυτό υποδεικνύει σημαντική αύξηση των αποταμιεύσεων. Κατά την τριετία 1964-1966 των κυβερνήσεων της Ε.Κ η ιδιωτική κατανάλωση παρέμεινε σταθερή στο 70,5% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο. Στην επταετία της δικτατορίας, η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε από το 70,4% του ΑΕΠ το 1966 στο 67,0% του ΑΕΠ το 1972. Ωστόσο, το 1973-74 το ποσοστό της ιδιωτικής κατανάλωσης ανέβηκε καθώς οι αποταμιεύσεις μειώθηκαν λόγω της αύξησης του πληθωρισμού και της ύφεσης του 1974.

Συμπερασματικά, στο μεγαλύτερο μέρος της περιόδου πριν από τη δικτατορία, η μείωση της κατανάλωσης, ιδιωτικής και δημόσιας, σε σχέση με το ΑΕΠ οδήγησε σε αύξηση των αποταμιεύσεων, ιδιωτικών και δημοσίων, μέσω των οποίων χρηματοδοτήθηκαν οι αυξημένες επενδύσεις, χωρίς να δημιουργηθούν προβλήματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Κατά την τριετία των κυβερνήσεων της Ε.Κ, 1964-1965, το εξωτερικό ισοζύγιο επιδεινώθηκε, λόγω της ταχείας επέκτασης της συνολικής ζήτησης, της αύξησης των πραγματικών μισθών και της μη περαιτέρω αύξησης των ιδιωτικών αποταμιεύσεων. Κατά την περίοδο της δικτατορίας, υπήρξε περαιτέρω αύξηση των ιδιωτικών αποταμιεύσεων, η οποία όμως δεν επαρκούσε για τη χρηματοδότηση της μεγάλης αύξησης των επενδύσεων, και ως εκ τούτου, το εξωτερικό ισοζύγιο επιδεινώθηκε περαιτέρω.

Επέκταση της Συνολικής Ζήτησης, Ανεργία και Εξωτερική Μετανάστευση

Η ελληνική οικονομία άρχισε να παρουσιάζει σημάδια έντονης ‘υπερθέρμανσης’ ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, λόγω της ταχείας επέκτασης της συνολικής ζήτησης την οποία είχε προκαλέσει η δικτατορία στην προσπάθεια της να διατηρήσει την ανοχή του πληθυσμού μέσω υψηλών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης.

Η επέκταση της συνολικής ζήτησης οδήγησε σε σημαντική αύξηση της απασχόλησης και, σε συνδυασμό με την αύξηση της μετανάστευσης προς το εξωτερικό, μεγάλη μείωση του ποσοστού ανεργίας (βλ. σχετικό γράφημα).

Ανεργία και Μετανάστευση στο Εξωτερικό

Το ποσοστό ανεργίας έπεσε από το 5,7% του εργατικού δυναμικού το 1968, μόλις στο 2,0% το 1972. Σε όλη της διάρκεια της περιόδου της υψηλής ανάπτυξης των δεκαετιών του 1950 και του 1960 το ποσοστό ανεργίας παρουσίαζε μια ελαφρώς πτωτική τάση. Αυτή γινόταν εντονότερη σε περιόδους κατά τις οποίες αυξανόταν η μετανάστευση προς το εξωτερικό, όπως για παράδειγμα μετά το 1960, μετά την αύξηση του μεταναστευτικού ρεύματος προς τη Γερμανία. Δεδομένου ότι κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 η αύξηση της απασχόλησης προερχόταν σε μεγάλο βαθμό από την εσωτερική μετανάστευση από την ύπαιθρο προς τα αστικά κέντρα, δεν είχε παρατηρηθεί στενότητα στην αγορά εργασίας.

Στενότητα στην αγορά εργασίας άρχισε να παρουσιάζεται από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, αφενός λόγω της μεγάλης αύξησης της ζήτησης εργασίας που προκάλεσε η επεκτατική πολιτική της δικτατορίας, σε μία περίοδο μάλιστα που η εσωτερική μετανάστευση είχε αρχίσει να επιβραδύνεται, και αφετέρου λόγω της μείωσης της προσφοράς εργασίας που προκάλεσε η μεγάλη προσωρινή αύξηση της μετανάστευσης προς τη Δυτική Γερμανία κατά το 1969 και το 1970.

Τα Προβλήματα του Bretton Woods, η Υποτίμηση του Δολαρίου και η Συνέχιση της Πρόσδεσης της Δραχμής στο Δολάριο, 1971-1974

Η επεκτατική μακροοικονομική πολιτική της δικτατορίας δεν περιορίστηκε στην υπέρμετρη αύξηση των δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων. Ενισχύθηκε και από την μη αντίδραση της συναλλαγματικής πολιτικής της δικτατορίας στους κλυδωνισμούς του συστήματος του Bretton Woods που είχαν ξεκινήσει από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, με την υποτιμήση της στερλίνας το 1967 και του γαλλικού φράγκου το 1968. 

Τον Αύγουστο του 1971 το σύστημα σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods κλυδωνίστηκε εκ βάθρων, μετά τη μονομερή ανακοίνωση της παύσης της μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό, στα $35 η ουγγιά, εκ μέρους των Η.Π.Α. Η κρίση αντιμετωπίστηκε προσωρινά μέσω της Συμφωνίας Smithsonian, η οποία ανακοινώθηκε τον Δεκέμβριο του 1971. Με βάση αυτή τη συμφωνία η τιμή του χρυσού σε δολάρια ανέβηκε στα $38 η ουγγιά, και το δολάριο υποτιμήθηκε κατά 7,9% έναντι του χρυσού. Με βάση τη συμφωνία, τα νομίσματα των υπολοίπων χωρών της Ομάδας των 10 (Βέλγιο, Καναδάς, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία, Ολλανδία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο) ανατιμήθηκαν απέναντι στο δολάριο σε ποσοστά που κυμαίνονταν από 16,9% για την Ιαπωνία και 13,6% για τη Γερμανία, έως 8,6% για τη Γαλλία και τη Βρετανία και 7,9% για την Ιταλία. Καθώς οι Η.Π.Α συνέχισαν να ακολουθούν επεκτατική νομισματική πολιτική, τον Φεβρουάριο του 1973, επήλθε η κατάρρευση του συστήματος. Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (Ε.Ο.Κ) και η Ιαπωνία επέλεξαν ελεύθερα κυμαινόμενες ισοτιμίες απέναντι στο δολάριο, το οποίο υποτιμήθηκε εκ νέου σε σχέση με τα κυριότερα ευρωπαϊκά νομίσματα και το γιεν. 

Το 1971, μετά τη συμφωνία του Smithsonian, η δραχμή παρέμεινε προσδεδεμένη στο δολάριο, και ως εκ τούτου υποτιμήθηκε και αυτή έναντι των ευρωπαϊκών νομισμάτων και του γιεν, με αποτέλεσμα την αύξηση του εισαγόμενου πληθωρισμού. Ακόμη πιο έντονη ήταν η υποτίμηση της σταθμισμένης ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής το 1973, παρότι υπήρξε μία πολύ μικρή προσωρινή ανατίμηση της έναντι του δολαρίου προς τα τέλη του 1973. Επίσης το 1973 ήταν το έτος της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης με σημαντική άνοδο της τιμής του πετρελαίου που συνέβαλε στην αναζωπύρωση του διεθνούς και, ακόμη περισσότερο του ελληνικού πληθωρισμού.

Η εξέλιξη της ισοτιμίας της δραχμής έναντι το δολαρίου, αλλά και η σταθμισμένη ονομαστική ισοτιμία έναντι των νομισμάτων 24 βιομηχανικών χωρών παρουσιάζονται στο γράφημα που ακολουθεί.

Οι Συναλλαγματικές Ισοτιμίες της Δραχμής, 1954-1974

To 1972, μετά τη συμφωνία Smithsonian, η σταθμισμένη ονομαστική ισοτιμία της δραχμής μειώθηκε κατά 8,7%, λόγω της υποτίμησης του δολαρίου έναντι των ευρωπαϊκών νομισμάτων και του γιεν. Το 1973, με την κατάρρευση του συστήματος των σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods, η σταθμισμένη ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής μειώθηκε κατά 7,8% ακόμη. Ακόμη και αν δεν είχε αυξηθεί ο διεθνής πληθωρισμός, η σωρρευτική υποτίμηση της δραχμής μεταξύ 1971 και 1973 θα σήμαινε αύξηση του εισαγόμενου πληθωρισμού κατά 15,9%. Ωστόσο, η επεκτατική νομισματική πολιτική των Η.Π.Α και η πρώτη πετρελαϊκή διαταραχή του 1973 είχαν οδηγήσει σε αύξηση και του διεθνούς πληθωρισμού. Από 5,2% το 1972, o μέσος πληθωρισμός των χωρών του ΟΟΣΑ αυξήθηκε στο 8,2% το 1973 και στο 14,1% το 1974. Κατά συνέπεια, δεν είναι καθόλου περίεργο που ο πληθωρισμός στην Ελλάδα ανέβηκε πολύ περισσότερο, στο 15,4% το 1973 και στο 27,2,% το 1974. Η επιλογή της δικτατορίας να διατηρήσει σταθερή την ισοτιμία της δραχμής απέναντι στο υποτιμούμενο δολάριο από το 1971 έως το 1974, και η de facto μεγάλη υποτίμηση της δραχμής, πυροδότησε ακόμη περισσότερο τον πληθωρισμό και σηματοδότησε το τέλος της μακράς περιόδου χαμηλού πληθωρισμού για τη χώρα.

Η Εξέλιξη των Πραγματικών Μισθών

Κατά την περίοδο της μετεμφυλιακής δημοκρατίας, 1957-1966, για την οποία υπάρχουν τα σχετικά στοιχεία, η μέση αύξηση των πραγματικών αποδοχών των μισθωτών (πραγματικών μισθών) ήταν 5,6%.

Η αύξηση του πληθωρισμού είχε και δυσμενείς συνέπειες για την εξέλιξη των μέσων πραγματικών αποδοχών των μισθωτών. 

Ενώ μεταξύ 1967 και 1972 η μέση αύξηση των πραγματικών αποδοχών των μισθωτών ήταν 7,2%, συντελώντας στη διατήρηση της κοινωνικής ανοχής έναντι της δικτατορίας, το 1973 η αύξηση τους ήταν μόλις 1,8% και το 1974 υπήρξε μια μεγάλη μείωση τους κατά 7,3%. Ο λόγος ήταν η απόφαση της τότε κυβέρνησης να περιορίσει τις μισθολογικές αυξήσεις. 

Το 1973, με την έκρηξη του πληθωρισμού και του ελλείμματος του εξωτερικού ισοζυγίου, η τότε κυβέρνηση της δικτατορίας επιχείρησε αλλαγή πολιτικής. Αυξήθηκαν τα τραπεζικά επιτόκια και μπήκαν περιορισμοί στην πιστωτική επέκταση. Επιπλέον, οι μισθολογικές αυξήσεις που αποφασίστηκαν ήταν μικρότερες από τον ήδη αυξανόμενο πληθωρισμό. Η προσπάθεια αντιμετώπισης του πληθωρισμού με συρρίκνωση της συνολικής ζήτησης και συγκράτηση των μισθολογικών αυξήσεων, είχε σαν συνέπεια τη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας κατά το 1974 και την ακόμα μεγαλύτερη μείωση των πραγματικών αποδοχών των μισθωτών.

Η Εξέλιξη της Διάρθρωσης της Ελληνικής Οικονομίας, 1948-1973

Από 29,5% του ΑΕΠ το 1948, το 1973, ένα χρόνο πριν την ύφεση του 1974 και την πτώση της δικτατορίας, η πρωτογενής παραγωγή (γεωργία, κτηνοτροφία, δάση, αλιεία) είχε μειωθεί στο 15,6% του ΑΕΠ, σχεδόν στο μισό. Ο τομέας ο οποίος αναπτύχθηκε λιγότερο σε ολόκληρη την μετεμφυλιακή περίοδο, αλλά ιδιαίτερα κατά την περίοδο της δικτατορίας, ήταν ο αγροτικός. Η γενικότερη έμφαση της αναπτυξιακής πολιτικής ήταν στην ανάπτυξη της μεταποίησης, με αποτέλεσμα, παρά την κρατική στήριξη, η αγροτική παραγωγή να αναπτύσσεται πολύ πιο αργά. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μείωση του αγροτικού πληθυσμού λόγω της αστικοποίησης.  Ωστόσο, υπήρξε σημαντική βελτίωση των επιδόσεων τόσο της γεωργίας όσο και της κτηνοτροφίας. Οι αρδευόμενες καλλιέργειες αυξήθηκαν σημαντικά, έγιναν σημαντικές επενδύσεις σε αγροτικά μηχανήματα και υπήρξε και σημαντική αναδιάρθρωση των καλλιεργειών. Ο μέσος ρυθμός αύξησης του αγροτικού προϊόντος (γεωργία, κτηνοτροφία, δάση, αλιεία) στην εικοσιπενταετία 1949-1973 ήταν 5,1%, έναντι 7,3% για το συνολικό προϊόν (ΑΕΠ σε τιμές συντελεστών παραγωγής). Στην περίοδο της δικτατορίας, έως το 1973, τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 2,4% για την αγροτική παραγωγή και 7,6% για το συνολικό προϊόν. 

Στην ίδια περίοδο, το μερίδιο της δευτερογενούςς παραγωγής (ορυχεία, μεταποίηση, ηλεκτρισμός, φωταέριο, ύδωρ και κατασκευές) είχε διπλασιαστεί, από το 16,9% του ΑΕΠ το 1948 στο 34,7% το 1973. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στο μερίδιο της μεταποίησης, το οποίο είχε υπερδιπλασιαστεί από το 9,8% του ΑΕΠ το 1948, στο 21,0% του ΑΕΠ το 1973. Ο μέσος ρυθμός αύξησης του προϊόντος της μεταποίησης στην εικοσιπενταετία 1949-1973 ήταν 10,3%, έναντι 7,3% για το συνολικό προϊόν (ΑΕΠ σε τιμές συντελεστών παραγωγής). Κατά συνέπεια, η γενικότερη έμφαση της αναπτυξιακής πολιτικής στην ανάπτυξη της μεταποίησης είχε αποτελέσματα. Στην περίοδο της δικτατορίας, έως το 1973, τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 12,4% για τη μεταποίηση και 7,6% για το συνολικό προϊόν. Συνεπώς ο ισχυρισμός ότι κατά την περίοδο της δικτατορίας παραμελήθηκε ο τομέας της μεταποίησης εις βάρος του τουρισμού ή των κατασκευών δεν φαίνεται να ευσταθεί με βάση τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών.

Σε όλη αυτή την περίοδο, ο τομέας των υπηρεσιών παρέμεινε ο κυρίαρχος τομέας της ελληνικής οικονομίας. Ο μέσος ρυθμός αύξησης της παραγωγής υπηρεσιών στην εικοσιπενταετία 1949-1973 ήταν 6,9%, έναντι 7,3% για το συνολικό προϊόν (ΑΕΠ σε τιμές συντελεστών παραγωγής). Κατά συνέπεια, το μερίδιο των υπηρεσιών παρουσίασε μία σχετικά μικρή μείωση, από 53,6% του ΑΕΠ το 1948 στο 49,7% του ΑΕΠ το 1973. Ωστόσο, παρά το ότι δεν αποτελούσε προτεραιότητα της αναπτυξιακής πολιτικής, η παραγωγή του εμπορίου αυξήθηκε από το 8% του ΑΕΠ το 1948 στο 12,6% του ΑΕΠ το 1973. Σημαντικές αυξήσεις σημείωσε και η παραγωγή των τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών, από το 1,5% του ΑΕΠ το 1948 στο 2,3% του ΑΕΠ το 1973, καθώς και η παραγωγή των υπηρεσιών επικοινωνιών, από το 0,8% του ΑΕΠ το 1948 στο 2,1% του ΑΕΠ το 1973. Με την εξαίρεση των επικοινωνιών, οι περισσότερες από τις αυξήσεις αυτές είχαν συμβεί πριν από την περίοδο της δικτατορίας.

Μακροοικονομικές Ανισορροπίες από την Πολιτική της Δικτατορίας

Παρά την προσπάθεια να συνεχίσουν την αναπτυξιακή και μακροοικονομική πολιτική της προ-δικτατορικής περιόδου, οι κυβερνήσεις της δικτατορίας προκάλεσαν κρίσιμες ανισορροπίες στην ελληνική οικονομία. 

  1. Η υπερβολική επέκταση της συνολικής ζήτησης έως το 1973 προκάλεσε παρατεταμένες ανισορροπίες στο εξωτερικό ισοζύγιο.
  2. Η μεγάλη αύξηση των επενδύσεων, ιδιωτικών και δημοσίων, δεν είχε τις προσδοκώμενες αναπτυξιακές επιπτώσεις, καθώς είτε τα επενδυτικά σχέδια ήταν κατώτερης ποιότητας σε σχέση με το παρελθόν, είτε, είχαν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται φθίνουσες αποδόσεις στη συσσώρευση του κεφαλαίου. 
  3. Επιπλέον, η επιλογή να διατηρηθεί σταθερή η ισοτιμία της δραχμής μετά το 1971 απέναντι στο υποτιμούμενο δολάριο  οδήγησε σε de facto υποτίμηση της δραχμής απέναντι στα υπόλοιπα νομίσματα, αποσταθεροποίηση του πληθωρισμού, και υπονόμευση της νομισματικής σταθερότητας, ενός από τους κρίσιμους πυλώνες της μακροοικονομικής πολιτικής της μετεμφυλιακής περιόδου. 

Οι δυσμενείς αυτές οικονομικές εξελίξεις, σε συνδυασμό με την μεταστροφή της οικονομικής πολιτικής της δικτατορίας σε περιοριστική, από τα τέλη του 1973, συνετέλεσαν στην εξάντληση της ανοχής που αρχικά είχε επιδειχθεί εκ μέρους του του πληθυσμού, λόγω της συνέχισης της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου κατά την πρώτη πενταετία μετά την επιβολή της. Σε συνδυασμό με την πολιτική αποσταθεροποίηση του καθεστώτος από την εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973, τη ανατροπή του δικτάτορα Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη και το πραξικόπημα στην Κύπρο που οδήγησε στην Τουρκική εισβολή, οι δυσμενείς εξελίξεις στους πραγματικούς μισθούς και την οικονομική δραστηριότητα συνέβαλαν στην κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος και την αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών μέσω της μεταπολίτευσης του 1974.

Η Αρχή του Τέλους του Μετεμφυλιακού Οικονομικού ‘Θαύματος’

Λόγω της οικονομικής πολιτικής της δικτατορίας, αλλά και λόγω αποσταθεροποιητικών διεθνών εξελίξεων, υπονομευθήκαν δύο από τους πυλώνες του καθεστώτος πολιτικής που είχε συμβάλλει στη δημιουργία μετεμφυλιακού οικονομικού ‘θαύματος’: 1. Η νομισματική σταθερότητα (χαμηλός πληθωρισμός) και 2. η εξωτερική ισορροπία (ισοσκελισμένο βασικό ισοζύγιο). Επιπλέον, λόγω της οικονομικής ύφεσης, η οποία εντάθηκε από τη προσπάθεια ελέγχου των δύο αυτών ανισορροπιών κατά το 1974, υπονομεύθηκε και η ανοχή της πλειοψηφίας του πληθυσμού στη δικτατορία. Ωστόσο, η διεύρυνση των μακροοικονομικών ανισορροπιών που σηματοδότησε την αρχή του τέλους του ελληνικού αναπτυξιακού ‘θαύματος’ οφείλεται και σε παράγοντες που ξεπερνούν την οικονομική πολιτική της επταετίας. Θα πρέπει κανείς να συμπεριλάβει και τις γενικότερες αδυναμίες του μεταπολεμικού υποδείγματος ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

  1. Οι δυνατότητες ανάπτυξης μέσω υψηλών ρυθμών συσσώρευσης φυσικού κεφαλαίου, σταδιακά θα εξαντλούνταν, λόγω της προϊούσας μείωσης της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου που προκαλεί η συσσώρευση. Το ίδιο θα συνέβαινε αργά ή γρήγορα και με τη διαδικασία συσσώρευσης ανθρωπίνου κεφαλαίου μέσω της εκπαίδευσης και κατάρτισης.
  2. Οι δυνατότητες ανάπτυξης μέσω της μετακίνησης εργαζόμενων από τον χαμηλής παραγωγικότητας αγροτικό τομέα στους υψηλότερους παραγωγικότητας αστικούς τομείς (μεταποίηση, κατασκευές, υπηρεσίες) θα εξαντλούνταν και αυτές σταδιακά, λόγω της προϊούσας σχετικής αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας στον αγροτικό τομέα σε σχέση με τους αστικούς τομείς, η οποία θα επιβράδυνε τη διαδικασία της αστικοποίησης. 
  3. Η ελληνική βιομηχανική ανάπτυξη είχε και αυτή μια σειρά από αδυναμίες. Οι περισσότερες επιχειρήσεις ήταν μικρού μεγέθους οικογενειακές επιχειρήσεις, με υπέρμετρη εξάρτηση από τη δασμολογική προστασία, το πιστωτικό σύστημα και τη εισαγωγή μηχανημάτων και τεχνολογίας από το εξωτερικό. Ο βασικός τους προσανατολισμός ήταν στην υποκατάσταση των εισαγομένων καταναλωτικών αγαθών, συμπεριλαμβανομένων των διαρκών, και οι εξαγωγικές και τεχνολογικές τους επιδόσεις ήταν χαμηλές.
  4. Η νομισματική σταθερότητα βασιζόταν στη σταθερή ισοτιμία δραχμής/δολαρίου και τον χαμηλό διεθνή πληθωρισμό. Κατά συνέπεια ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητη σε διεθνείς νομισματικές διαταραχές και διακυμάνσεις του διεθνούς πληθωρισμού.
  5. Το σύστημα καθορισμού των αυξήσεων των αμοιβών μέσω κυβερνητικών παρεμβάσεων παρεμπόδιζε την ανάπτυξη συναινετικών θεσμών και διαδικασιών καθορισμού των αμοιβών στην αγορά εργασίας μέσω διαπραγματεύσεων των κοινωνικών εταίρων.
  6. Η ισορροπία του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών βασιζόταν στις ευαίσθητες στις διεθνείς εξελίξεις εισπράξεις από τις άδηλες συναλλαγές (μεταναστευτικά εμβάσματα, ναυτιλία, τουρισμός) και τις αυτόνομες εισροές κεφαλαίου, λόγω του μεγάλου διαρθρωτικού ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου.
Φοιτητές Διαδηλώνουν στην οδό Πατησίων, έξω από το Πολυτεχνείο, Νοέμβριος 1973

Η Οικονομική Κληρονομιά της Δικτατορίας

Παρά τις εντυπωσιακές της επιδόσεις στην εικοσαπενταετία 1949-1973, το 1974, η ελληνική οικονομία μπήκε σε μεγάλη ύφεση, την πρώτη της περιόδου μετά τον εμφύλιο. 

Ο πληθωρισμός είχε επίσης αυξηθεί σημαντικά μετά την κατάρρευση του συστήματος σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods το 1973, την πρώτη πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970 και τις λάθος επιλογές των κυβερνήσεων της δικτατορίας. 

Επιπλέον, η πετρελαϊκή κρίση και η άνοδος των τιμών του πετρελαίου αποδυνάμωσαν ακόμη περισσότερο την ανταγωνιστικότητα της ενεργοβόρου ελληνικής βιομηχανίας καθώς και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Η Καταστολή της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου, 17 Νοεμβρίου 1973

Η ‘Κατάρρευση’ της Δικτατορίας και η Μεταπολίτευση

Μετά την βίαιη καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, ένα νέο πραξικόπημα, υπό τον σκληροπυρηνικό ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη, ανέτρεψε τον δικτάτορα Παπαδόπουλο, ορίζοντας στην θέση του ως ‘Προέδρου της Δημοκρατίας’ του καθεστώτος τον Στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη.

Το δικτατορικό καθεστώς Ιωαννίδη ‘κατέρρευσε’ άτακτα στις 23 Ιουλίου του 1974 κάτω από το βάρος της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Είχε προηγηθεί πραξικόπημα, στο οποίο το ελληνικό καθεστώς είχε συμπράξει, προκειμένου να ανατραπεί ο Πρόεδρος της Κύπρου Μακάριος και να κηρυχθεί η ‘ένωση’ της Κύπρου με την Ελλάδα.

Με πρωτοβουλία του δοτού ‘Προέδρου’ του καθεστώτος Φαίδωνα Γκιζίκη, ο οποίος συγκάλεσε έκτακτη σύσκεψη με τους Αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων, επιφανείς πρώην πολιτικούς και άλλους σημαντικούς παράγοντες της προδικτατορικής δημόσιας ζωής, μετακλήθηκε από το Παρίσι το ίδιο βράδυ ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, Πρωθυπουργός της περιόδου 1955-1963, ο οποίος ορκίστηκε ως Πρωθυπουργός τις πρωινές ώρες της 24ης Ιουλίου 1974.

Σύνδεσμος στις διαφάνειες της διάλεξης

Σύνδεσμος στο βιβλίο Τα Οικονομικά της Δικτατορίας (επιμέλεια Ν. Χριστοδουλάκης), Βουλή των Ελλήνων και Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (2004)