Η διάλεξη αυτή βασίζεται στο βιβλίο του Γιώργου Αλογοσκούφη, Πριν και Μετά τη Μεταπολίτευση: Θεσμοί, Πολιτική και Οικονομία στην Ελλάδα, Αθήνα, Gutenberg, 2024, στο οποίο περιλαμβάνεται μεγαλύτερη ανάλυση και περισσότερες λεπτομέρειες.
______________________________________________
Η Ελλάδα (επίσημη ονομασία: Ελληνική Δημοκρατία) βρίσκεται γεωγραφικά στο νοτιότερο άκρο της Βαλκανικής χερσονήσου. Έχει έκταση 132.049 τετραγωνικά χιλιόμετρα και σύμφωνα με την απογραφή του 2021, ο μόνιμος πληθυσμός της ανέρχεται σε 10.482.487 κατοίκους.
Συνορεύει στα βορειοδυτικά με την Αλβανία, στα βόρεια με τη Βόρεια Μακεδονία και τη Βουλγαρία, στα βορειοανατολικά και ανατολικά με την Τουρκία, μέσω εδάφους και θαλάσσης αντίστοιχα. Πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της είναι η Αθήνα.

Το κλίμα της είναι εύκρατο μεσογειακό, με περισσότερες από 250 ημέρες ηλιοφάνειας ετησίως. Έχει ακτές στην ανατολική Μεσόγειο και βρέχεται ανατολικά από το Αιγαίο, δυτικά από το Ιόνιο και νότια από το Λιβυκό Πέλαγος.
Είναι μια ιδιαίτερα ορεινή χώρα και έχει πλήθος νησιών που ανέρχονται σε 2.500, ανάλογα με τα κριτήρια υπολογισμού, με τα 165 έως 227 εξ αυτών να είναι κατοικημένα. Βρίσκεται στην 11η θέση της κατάταξης των χωρών με τη μεγαλύτερη ακτογραμμή, στα 13.676 χιλιόμετρα και κατέχει την 97η θέση στην κατάταξη των χωρών του κόσμου ανάλογα με την έκτασή τους και στην 89η ανάλογα με τον πληθυσμό τους.
Το πολίτευμα της είναι Προεδρευόμενη Δημοκρατία, με βάση το Σύνταγμα της 11ης Ιουνίου του 1975, ενώ είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 1981 και από το 2001 νόμισμά της είναι το ευρώ (EUR).
Η οικονομία της Ελλάδας είναι μία μεικτή οικονομία της αγοράς Δυτικού τύπου. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της (ΑΕΠ) σε $ Ισοδύναμης Αγοραστικής Δύναμης (ΙΑΔ) ισούται $378,7 δισ. (2022) που την κατατάσσει στην 54η θέση παγκοσμίως. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της σε $ ΙΑΔ ανέρχεται σε $35.596 (2022) που την κατατάσσει στην 51η θέση παγκοσμίως. Με βάση τον δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης (ΔΑΑ) του Ο.Η.Ε (0,831 το 2021), η Ελλάδα κατέχει την 33η θέση στην παγκόσμια κατάταξη.
Η Ελλάδα στο Παγκόσμιο Πλαίσιο
Η Ελλάδα με έκταση 132,049 χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα καταλαμβάνει μόλις το 0,9 χιλιοστό της χερσαίας επιφάνειας της γης, που ανέρχεται σε περίπου 149 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα.
H Ελλάδα των 10,4 εκατομμυρίων κατοίκων καταλαμβάνει μόλις το 1,3 χιλιοστό (0,13%) του παγκόσμιου πληθυσμού, ο οποίος το 2024 ανερχόταν σε 8100 εκατομμύρια (8,1 δισεκατομμύρια).
Το ΑΕΠ της Ελλάδας το 2024 ήταν $257 δισεκατομμύρια. Αντιστοιχούσε μόλις στα 2,3 χιλιοστά (0,23%) του παγκόσμιου ΑΕΠ, το οποίο το 2024 ανερχόταν σε 111300 δισεκατομμύρια (111,3 τρισεκατομμύρια).
Τόσο από εδαφική, όσο και από πληθυσμιακή και οικονομική άποψη η Ελλάδα είναι μία μικρή χώρα στα πλαίσια της παγκόσμιας οικονομίας.

Ωστόσο, με κατά κεφαλήν εισόδημα $24800 το 2024, η Ελλάδα ανήκει στις οικονομίες υψηλού εισοδήματος, παρά το γεγονός ότι μετά την κρίση του 2010 και την εφαρμογή των προγραμμάτων των μνημονίων το κατά κεφαλήν εισόδημα της μειώθηκε κατά περίπου 25%. Το μέσο παγκόσμιο κατά κεφαλήν εισόδημα το 2024 ήταν $13200. Κατά συνέπεια το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ελλάδας ξεπερνά το μέσο παγκόσμιο κατά κεφαλήν εισόδημα κατά περίπου 88%.
Επιπλέον, λόγω της ελληνικής διασποράς, που υπολογίζεται σε επιπλέον 3-6 εκατομμύρια ατόμων ελληνικής καταγωγής, η σημασία της Ελλάδας παγκοσμίως είναι μεγαλύτερη από ότι υποδεικνύουν αυτά τα μεγέθη.
Τέλος, η διεθνής πολιτιστική σημασία της Ελλάδας είναι πολύ μεγάλη, καθώς η Ελλάδα θεωρείται το λίκνο του Δυτικού πολιτισμού, λόγω της κληρονομιάς των αρχαίων Ελλήνων στην νομική και πολιτική σκέψη και τους δημοκρατικούς θεσμούς, στην ανάπτυξη της φιλοσοφίας και της επιστήμης, στα ανθρωποκεντρικά ιδεώδη, στην παιδεία, στις τέχνες, στην αρχιτεκτονική και στην αισθητική.
Η Ελληνική Δημοκρατία και η Ευρωπαϊκή Ένωση
Η Ελλάδα λειτουργεί σήμερα στο πλαίσιο των κανόνων της Ελληνικής Δημοκρατίας, του θεσμικού και πολιτειακού συστήματος που δημιουργήθηκε μετά τη μεταπολίτευση του 1974. Το πολίτευμα της είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, και καθορίζεται από το Σύνταγμα της 11ης Ιουνίου του 1975, με μικρές αλλαγές ύστερα από τις αναθεωρήσεις του 1986, 2001, 2008 και 2019.

Ο καταστατικός χάρτης της χώρας περιείχε εξαρχής ευρύ κατάλογο ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και προστασίας του κράτους δικαίου. Στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα, το Σύνταγμα του 1975 είχε μεγάλες διαφορές με το προηγούμενο Σύνταγμα του 1952, καθώς αντανακλούσε τη νέα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, και τις αντιλήψεις που ευνοούσαν την αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου και την επέκταση της κρατικής οικονομικής δραστηριότητας.
Το Σύνταγμα αυτό, μολονότι ψηφίσθηκε αρχικά μόνο από την τότε κυβερνητική πλειοψηφία, συγκέντρωσε σταδιακά κατά την εφαρμογή του την ευρύτερη δυνατή αποδοχή εκ μέρους των πολιτικών δυνάμεων της χώρας.
Από την 1η Ιανουαρίου του 1981 η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από την 1η Ιανουαρίου του 2001 είναι μέλος της ζώνης του ευρώ. Η συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνεπάγεται κάποιους περιορισμούς των κυριαρχικών δικαιωμάτων της, όπως άλλωστε συμβαίνει για όλες τις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Ελληνική Οικονομία Πριν και Μετά τη Μεταπολίτευση του 1974
Πολιτικά η μεταπολίτευση του 1974 οδήγησε στην πιο ώριμη και ομαλή δημοκρατική περίοδο της χώρας από την περίοδο του εθνικού απελευθερωτικού αγώνα. Οδήγησε επίσης και στη μεγάλη εθνική επιτυχία της ισότιμης ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και σε σημαντική κοινωνική πρόοδο.
Ωστόσο οι επιδόσεις της οικονομίας υπήρξαν ιδιαίτερα απογοητευτικές, ιδιαίτερα αν συγκριθούν με τις επιδόσεις της μετεμφυλιακής εικοσιπενταετίας 1949-1973 ή τις επιδόσεις άλλων μικρών ευρωπαϊκών οικονομιών στην περίοδο μετά το 1974. Οικονομικά, η περίοδος μετά τη μεταπολίτευση και, κυρίως, μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ, συνδέθηκε με μακρά διαστήματα αναπτυξιακής υστέρησης, δημοσιονομικής και νομισματικής αστάθειας, ατελέσφορων προσπαθειών διαρθρωτικής προσαρμογής και περιοδικών οικονομικών κρίσεων, με αποκορύφωμα την κρίση χρέους του 2010 και τη ‘μεγάλη καθίζηση’ της περιόδου 2010-2016.
Η ίδια η μεταπολίτευση συνέπεσε με την πρώτη μεταπολεμική ύφεση της ελληνικής οικονομίας. Ενώ αρχικά η οικονομία ανέκαμψε σχετικά ικανοποιητικά από την ύφεση του 1974, μετά τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση στα τέλη της δεκαετίας του 1970, την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την πολιτική ‘αλλαγή’ του 1981, ακολούθησε μια εικοσαετία στασιμοπληθωρισμού, αποσταθεροποίησης και ατελέσφορων προσπαθειών οικονομικής προσαρμογής.
Οι ανισορροπίες που δημιουργήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στη δεκαετία του 1980, όχι μόνο δεν αντιμετωπίστηκαν επαρκώς από την πολιτική της σύγκλισης της δεκαετίας του 1990, αλλά ορισμένες από αυτές, όπως η χαμηλή διεθνής ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, παρουσίασαν σημαντική επιδείνωση, λόγω των αδυναμιών των προσπαθειών προσαρμογής.
Η ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ το 2001, με μεγάλες διαρθρωτικές και δημοσιονομικές ανισορροπίες και χαμηλή και επιδεινούμενη διεθνή ανταγωνιστικότητα, οδήγησε σε πρωτοφανή αποσταθεροποίηση του ισοζυγίου τρεχουσών εξωτερικών συναλλαγών, με τη μορφή μιας μεγάλης και επίμονης διεύρυνσης των ελλειμμάτων του και μιας εκρηκτικής ανόδου του εξωτερικού χρέους.
Η νέα αυτή αποσταθεροποίηση αυτή, σε συνδυασμό και με τις θεσμικές αδυναμίες της ευρωζώνης, τελικά οδήγησε στη κρίση εξωτερικού δανεισμού του 2010 και στην επιβολή των επώδυνων προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής της περιόδου 2010-2018. Η ανάκαμψη μετά το 2013 υπήρξε αναιμική, κάτι που αναμένεται να συνεχισθεί έως το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας.
Θα πάρουμε το νήμα από την αρχή, ξεκινώντας με την περίοδο της ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας, μετά τον εμφύλιο πόλεμο της περιόδου 1946-1949, ο οποίος ακολούθησε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την κατοχή της περιόδου 1941-1944.
Για τρεις σχεδόν δεκαετίες, από το 1950 έως την ένταξη στην ΕΕ, οι οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας ήταν μεταξύ των πιο εντυπωσιακών στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Υψηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης, χαμηλός πληθωρισμός έως τις αρχές της δεκαετίας του 1970, χαμηλή ανεργία, απουσία κρίσεων του εξωτερικού ισοζυγίου. Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για ένα μεγάλο αναπτυξιακό επίτευγμα, ένα πραγματικό ‘οικονομικό θαύμα’.
Μετά τη μεταπολίτευση, και κυρίως μετά το δεύτερο πετρελαϊκό σοκ και την ένταξη στην Ε.Ε, τότε Ε.Ο.Κ, οι οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας επιδεινώθηκαν. Οικονομική στασιμότητα ή χαμηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης, υψηλός πληθωρισμός, άνοδος της ανεργίας και περιοδικές κρίσεις στο εξωτερικό ισοζύγιο. Μετά την ένταξη στη ζώνη του ευρώ, υπήρξε μία περίοδος οικονομικής ανάκαμψης, η οποία όμως συνδυάστηκε με πρωτοφανή επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου και αύξηση του δανεισμού από το εξωτερικό. Οι εξωτερικές και δημοσιονομικές ανισορροπίες επιδεινώθηκαν μετά το ξέσπασμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008 και τη μεγάλη διεθνή ύφεση που προκλήθηκε. Έτσι, η Ελλάδα οδηγήθηκε στην κρίση χρέους του 2010, τα προγράμματα ΄διάσωσης΄, τα ΄μνημόνια΄και τη μεγάλη καθίζηση.
Πολλά από τα προβλήματα που χαρακτήριζαν την ελληνική οικονομία από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και μετά επανεμφανίστηκαν με ιδιαίτερη ένταση στην περίοδο μετά τη μεταπολίτευση. Ακόμη και η δεκαετία οικονομικής ευφορίας μεταξύ 1998 και 2007, ήταν μία περίοδος κατά την οποία αποσταθεροποιήθηκε το εξωτερικό ισοζύγιο, και ακολούθησε η κρίση εξωτερικού χρέους του 2010, η περίοδος της προσαρμογής και η μεγάλη καθίζηση της ελληνικής οικονομίας.
Οι κύριες οικονομικές εξελίξεις στην περίοδο πριν και μετά τη μεταπολίτευση συνοψίζονται στον Πίνακα 1. Περιοριζόμαστε στην εξέταση των βασικών μακροοικονομικών δεικτών, του πληθυσμού, του συνολικού και του κατά κεφαλήν πραγματικού ΑΕΠ, του πληθωρισμού, της ανεργίας και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, ανά διαδοχική 25ετία. Οι δείκτες αυτοί είναι η βασικοί δείκτες των ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης (πληθυσμός, πραγματικό ΑΕΠ), νομισματική σταθερότητας (πληθωρισμός), αξιοποίησης των ανθρωπίνων πόρων (ανεργία) και εξάρτησης από τον εξωτερικό δανεισμό (ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών).
| Πίνακας 1 | |||
| 1950-1974 | 1975-1999 | 2000-2024 | |
| Μεγέθυνση | |||
| Μέσο Ετήσιο % Μεταβολής | |||
| Συνολικός Πληθυσμός | 0,8% | 0,7% | -0,2% |
| Συνολικό ΑΕΠ | 6,9% | 2,2% | 0,6% |
| Κατά Κεφαλήν ΑΕΠ | 6,1% | 1,5% | 0,8% |
| Πληθωρισμός | |||
| Μέση Ετήσια % Μεταβολή ΔΤΚ | 5,5% | 15,0% | 2,2% |
| Ανεργία | |||
| Μέσο % Εργατικού Δυναμικού | 5,1% | 6,6% | 15,4% |
| Εξωτερικό Ισοζύγιο | |||
| % ΑΕΠ | |||
| Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών | -1,5% | -3,0% | -6,7% |
Ο πληθυσμός της Ελλάδας αυξανόταν κατά 0,8% περίπου το χρόνο στην 25ετία πριν τη μεταπολίτευση και κατά 0,7% το χρόνο στην πρώτη 25ετία μετά τη μεταπολίτευση. Ωστόσο, στην 25ετία μετά το 2000 ο πληθυσμός μειώνεται με μέσο ποσοστό μείωσης 0,2%, κάτι εξαιρετικά ανησυχητικό.
Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ στην 25ετία πριν τη μεταπολίτευση ήταν 6,9%. Στην πρώτη 25ετία μετά τη μεταπολίτευση μειώθηκε στο 2,2% και στην επόμενη 25ετία, μετά και την ένταξη στην ζώνη του ευρώ, μειώθηκε ακόμη περισσότερο, στο 0,6%.
Αντίστοιχη εξέλιξη είχε και ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του κατά κεφαλήν πραγματικού ΑΕΠ. Από 6,1% στην 25ετία πριν τη μεταπολίτευση μειώθηκε στο 1,5% στην πρώτη 25ετία μετά τη μεταπολίτευση και στο 0,8% στην πρώτη 25ετία μετά την ένταξη στη ζώνη του ευρώ.
Ενώ ο πληθωρισμός αυξήθηκε στην πρώτη 25ετία μετά τη μεταπολίτευση, μετά την ένταξη στη ζώνη του ευρώ μειώθηκε μόλις στο 2,2%. Ωστόσο, το μέσο ποσοστό ανεργίας και το μέσο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παρουσιάζουν συνεχή επιδείνωση σε κάθε διαδοχική 25ετία.
Ωστόσο, τα στοιχεία για ολόκληρες 25ετίες αποκρύπτουν τις σημαντικές διακυμάνσεις που υφίστανται εντός κάθε μίας από αυτές. Για το λόγο αυτό, παρουσιάζουμε και αναλύουμε τη διαχρονική εξέλιξη των κρίσιμων αυτών μακροοικονομικών μεγεθών με τη βοήθεια αναλυτικών γραφημάτων.
Πληθυσμός και Εργατικό Δυναμικό
Η εξέλιξη του πληθυσμού της Ελλάδας παρίσταται στο Γράφημα 1. Ο πληθυσμός της Ελλάδας παρουσίαζε αύξηση έως το 2010. Από 7,3 εκατομμύρια το 1944, το 2010 είχε αυξηθεί στα 11,1 εκατομμύρια κατοίκους. Η μέση ετήσια αύξηση του συνολικού πληθυσμού στην περίοδο αυτή ήταν 0,64%. Μετά το 2010 ο ελληνικός πληθυσμός αρχίζει να μειώνεται. Το 2024 υπολογίζεται να έχει διαμορφωθεί στα 10,4 εκατομμύρια κατοίκους.

Η δυσμενής αυτή εξέλιξη οφείλεται σε δημογραφικούς κυρίως παράγοντες, και ειδικότερα τη σημαντική πτώση του ποσοστού γονιμότητας. Αποτέλεσμα αυτού είναι η γήρανση του πληθυσμού. Όπως φαίνεται και στο Γράφημα 1, ο πληθυσμός στις παραγωγικές ηλικίες 15-54 έτη μειώνεται ταχύτερα από τον συνολικό πληθυσμό. Ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού, μειώνεται ήδη από τις αρχές της τρέχουσας χιλιετίας. Από 68,0% του συνολικού πληθυσμού το 1999, το 2024 αναμένεται να έχει πέσει στο 62,3% ενός συρρικνούμενο συνολικού πληθυσμού.
Η συρρίκνωση του πληθυσμού είναι μια εξαιρετικά ανησυχητική εξέλιξη, τόσο για εθνικούς όσο και για οικονομικούς λόγους. Για να περιοριστούμε στους οικονομικούς λόγους, η μείωση του πληθυσμού αργά ή γρήγορα οδηγεί και σε μείωση του εργατικού δυναμικού, κάτι που θα έχει δυσμενείς συνέπειες στη μελλοντική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, αλλά και στο σύστημα υγείας και το ασφαλιστικό σύστημα. Ήδη, όπως φαίνεται στο Γράφημα 1, το συνολικό εργατικό δυναμικό της Ελλάδας έχει πάψει να αυξάνεται και παρουσιάζει μια μικρή μείωση τα τελευταία χρόνια.
Το Πραγματικό Κατά Κεφαλήν ΑΕΠ
Στα 25 χρόνια πριν την μεταπολίτευση του 1974, το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ, μετρούμενο σε σταθερές τιμές του 2020, είχε υπέρ-πενταπλασιαστεί, από €2.197 το 1948 σε €12.079 το 1973. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του ήταν 7,2%. Η εξέλιξή του παρουσιάζεται στο Γράφημα 2.

Στα επόμενα 25 χρόνια, από τη μεταπολίτευση του 1974 έως ότου αποφασισθεί η ένταξη της Ελλάδας στην ζώνη του ευρώ, και αφού η Ελλάδα είχε γίνει μέλος της ΕΕ, το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε μόνο κατά 1,4 φορές, από €11.260 το 1974, τη χρονιά της πρώτης μεταπολεμικής ύφεσης, σε €15.545 το 1999. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσής του είχε πέσει μόλις στο 1,3%.
Στα επόμενα 25 πρώτα χρόνια, αυτά της συμμετοχής της Ελλάδας στην ευρωζώνη, το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε ελάχιστα. Από τα €16.122 του 2000, το πραγματικό κατά κεφαλήν διαμορφώθηκε μόλις στα €19.130 το 2024. Μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης μόλις 1,0%. Αυτό οφείλεται βέβαια στη διεθνή ύφεση της περιόδου 2008-2009 και στη ‘μεγάλη καθίζηση΄ της περιόδου 2010-2016. Το ιστορικά υψηλότερο επίπεδο του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ επετεύχθη το 2007, όταν διαμορφώθηκε στα €21.469, 1,3 φορές υψηλότερο από ό,τι το 2000. Το επίπεδο αυτό ακόμη δεν έχει προσεγγισθεί, καθώς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ του 2024 υπολείπεται αυτού του 2007 κατά περίπου 11%.
Παρόμοιες τάσεις μπορούν να ανιχνευθούν και σε άλλα συναφή μακροοικονομικά μεγέθη, όπως η κατά κεφαλήν ιδιωτική κατανάλωση, η μέση παραγωγικότητα της εργασίας και οι πραγματικοί μισθοί.
Ρυθμός Μεγέθυνσης Συνολικού ΑΕΠ
Από το 1950 έως το 1973, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του συνολικού πραγματικού ΑΕΠ ήταν 7,4%, πολύ υψηλότερος από το μέσο όρο των αναπτυγμένων αλλά και των περισσοτέρων αναπτυσσομένων οικονομιών. Αυτός ο υψηλός ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης ήταν και ο λόγος που το ελληνικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ έφθασε το 1973 στο 65% του αντίστοιχου των ΗΠΑ, από περίπου 27% το 1950. Βλ. Γράφημα 3.
Το 1974 εκδηλώθηκε η πρώτη οικονομική ύφεση μετά το τέλος του εμφυλίου, λόγω του πρώτου πετρελαϊκού σοκ, των γεγονότων στην Κύπρο και της επιστράτευσης που ακολούθησε.
Ωστόσο, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση η ελληνική οικονομία ανέκαμψε. Μεταξύ 1975 και 1979 ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 5,3% κατά μέσο όρο. Σημειώθηκε επιβράδυνση σε σχέση με την περίοδο της ταχείας ανάπτυξης, αλλά αυτή δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη.

Το 1980, λόγω του δεύτερου πετρελαϊκού σοκ, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ σημείωσε σημαντική πτώση, και το 1981 εκδηλώθηκε η δεύτερη μεταπολεμική ύφεση της ελληνικής οικονομίας.
Η ύφεση αυτή ήταν το προανάκρουσμα μιας δεκαετίας σχεδόν οικονομικής στασιμότητας. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ στην δεκαετία του 1980 ήταν μόλις 0,8%. Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε έως και την πρώτη τετραετία της δεκαετίας του 1990. Μετά την επόμενη ύφεση, αυτή του 1993, ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης σταδιακά ανέκαμψε, και στο υπόλοιπο της δεκαετίας του 1990 διαμορφώθηκε στο 2,5% κατά μέσο όρο.
Το ποσοστό οικονομικής μεγέθυνσης επιταχύνθηκε μετά την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ. Από το 2000 έως τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 4,0%.
Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση κορυφώθηκε στα μέσα Σεπτεμβρίου του 2008, με την κατάρρευση της διεθνούς επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers. Η ελληνική οικονομία οδηγήθηκε σε μία μικρή αρχικά ύφεση από το τελευταίο τρίμηνο του 2008, η οποία έγινε βαθύτερη κατά τη διάρκεια της διεθνούς ύφεσης του 2009, της βαθύτερης και σοβαρότερης ως τότε διεθνούς ύφεσης στη μεταπολεμική περίοδο.
Έκτοτε, λόγω της εκδήλωσης της ‘ελληνικής κρίσης’ του 2010, και ενώ η διεθνής οικονομία ανέκαμψε ήδη από το 2010, η ελληνική οικονομία παρέμεινε εγκλωβισμένη στη μεγαλύτερη και βαθύτερη ύφεση της μεταπολεμικής της ιστορίας, τη ‘μεγάλη καθίζηση’.
Από το 2010 έως και το 2016, το πραγματικό ΑΕΠ μειωνόταν κατά μέσο όρο κατά 3,7% το χρόνο. Η μικρή ανάκαμψη του 2014 αποδείχθηκε προσωρινή, ενώ η ανάκαμψη από το 2017 έως το 2019 χαρακτηρίστηκε από σχετικά χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης.
Το 2020 υπήρξε μια μεγάλη ύφεση λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, από την οποία η ελληνική οικονομία ανέκαμψε πλήρως κατά το αμένουν χαμηλοί, με αποτέλεσμα ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης μετά την ανάκαμψη του 2016 να διαμορφωθεί μόλις στο 2,0%.
Στο σύνολο της περιόδου 1980-2024 ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ διαμορφώθηκε μόλις στο 1,0%, όπως και τον 19ο αιώνα.
Ο Πληθωρισμός
Οι υψηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης δεν ήταν το μόνο επιτυχές χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας στην περίοδο 1950-1973. Μετά τη δημοσιονομική προσαρμογή της περιόδου 1950-1952, τη επιτυχή μεγάλη υποτίμηση του 1953 και τη νομισματική μεταρρύθμιση του 1954, ο πληθωρισμός σταθεροποιήθηκε σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Η δραχμή παρέμεινε σταθερά προσδεδεμένη με το δολάριο στην ισοτιμία των 30 δραχμών ανά δολάριο έως το 1972, στα πλαίσια του μεταπολεμικού διεθνούς νομισματικού συστήματος του Bretton Woods. Αποτέλεσμα αυτού ήταν ότι μεταξύ 1955 και 1972 ο μέσος ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού ήταν μόλις 2,5%. Τα στοιχεία για το ετήσιο ποσοστό πληθωρισμού παρουσιάζονται στο Γράφημα 4.
Ο πληθωρισμός εκτοξεύτηκε μετά την κατάρρευση του συστήματος σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods, τη διεθνή άνοδο των τιμών των πρώτων υλών και του πετρελαίου και τη συνακόλουθη άνοδο του πληθωρισμού σε ολόκληρο τον κόσμο.

Μετά το 1973, και για περίπου είκοσι χρόνια, λόγω χαλαρής νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα παρέμεινε σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού στη δεκαετία του 1970 ήταν 12,3%. Στη δεκαετία του 1980 ανέβηκε στο 19,5%.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Ελλάδα άρχισε να ακολουθεί μια αντιπληθωριστική πολιτική, βασισμένη στον περιορισμό της νομισματικής χρηματοδότησης του δημοσίου και στον περιορισμό του ρυθμού υποτίμησης της δραχμής. Η πολιτική αυτή, η οποία χαρακτηριστηκε ως πολιτική της ΄σκληρής δραχμής’, σταδιακά οδήγησε τον πληθωρισμό και πάλι σε μονοψήφια ποσοστά. Ο μέσος πληθωρισμός στη δεκαετία του 1990 διαμορφώθηκε στο 11,1%, μειούμενος σταδιακά, από το 20,4% το 1990, στο 2,6% το 1999.
Μετά την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ, ο πληθωρισμός έχει παραμείνει σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Στη δεκαετία 2000-2010, ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 3,2%, και μετά την κρίση, έπεσε ακόμη περισσότερο, στο 0,7% στην περίοδο 2010-2019. Υπήρξαν δε περίοδοι, όπως η τετραετία 2013-2016, που ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός ήταν αρνητικός, στο -1,2%. Η προσωρινή αύξηση του πληθωρισμού κατά το 2022 οφείλεται στην αύξηση του διεθνούς πληθωρισμού και ήδη έχει αντιστραφεί.
Το Ποσοστό Ανεργίας
Η εξέλιξη της ανεργίας ως ποσοστού του εργατικού δυναμικού παρουσιάζεται στο Γράφημα 5.
Το ποσοστό ανεργίας παρέμεινε στα επίπεδα του 5% κατά τη διάρκεια της περιόδου υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, στη δεκαετία του 1960 και έπεσε στα επίπεδα του 2% στη δεκαετία του 1970.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, λόγω της ύφεσης και της μετέπειτα οικονομικής στασιμότητας, αλλά και της αύξησης του κόστους εργασίας, το ποσοστό ανεργίας τριπλασιάστηκε και σταθεροποιήθηκε στο 6% περίπου.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, και κατά τη διάρκεια της εφαρμογής των πολιτικών της σύγκλισης, το ποσοστό ανεργίας μπήκε σε μία νέα ανοδική πορεία, με αποτέλεσμα, λίγο πριν την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη να έχει διαμορφωθεί στο 12%.
Μετά την ένταξη στη ζώνη του ευρώ, και λόγω της επιτάχυνσης των ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης, το ποσοστό ανεργίας άρχισε να μειώνεται, και το 2008 είχε διαμορφωθεί στο 7,7%, το χαμηλότερο επίπεδό του για τουλάχιστον 15 χρόνια.
Έκτοτε, και μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης, το ποσοστό ανεργίας εκτοξεύθηκε σε πρωτοφανή για την Ελλάδα επίπεδα, τα οποία ξεπέρασαν και το ποσοστό ανεργίας των ΗΠΑ και της Βρετανίας κατά τη διάρκεια της μεγάλης ύφεσης της δεκαετίας του 1930.
Το 2013 το μέσο ποσοστό ανεργίας έφθασε το 27,5%. Παρά το ότι το άρχισε να μειώνεται μετά το 2014, το 2023 παρέμενε στο 11,4%, πολύ υψηλότερο από ό,τι το 2008.
Το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών
Σε όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, η ελληνική οικονομία χαρακτηριζόταν από ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ωστόσο, έως και λίγα χρόνια πριν την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ, τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, τα οποία παρουσιάζονται στο Γράφημα 6, ήταν πολύ μικρά σε σχέση με το ΑΕΠ και χρηματοδοτούνταν σχετικά άνετα από αυτόνομες εισροές κεφαλαίων.
Το αρκετά μεγαλύτερο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου καλυπτόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό από το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών (ναυτιλία και τουρισμός) και τους άδηλους πόρους όπως τα μεταναστευτικά εμβάσματα και άλλες μεταβιβάσεις.
Παρά τα σχετικά χαμηλά ελλείμματα, μετά το 1973 η Ελλάδα δεν απέφυγε περιοδικές κρίσεις στο ισοζύγιο πληρωμών, όπως το 1980-81, το 1982-83, το 1984-85 και το 1989-1990. Κάποιες από τις κρίσεις αυτές οδήγησαν σε εφάπαξ υποτίμηση της δραχμής, όπως το 1983 και το 1985, ενώ σε άλλες περιπτώσεις η εφάπαξ υποτίμηση απεφεύχθη. Το μέσο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών πριν το 1974 ήταν 1,5% του ΑΕΠ. Στην πρώτη 25ετία μετά τη μεταπολίτευση διπλασιάστηκε στο 3,0% του ΑΕΠ.

Η εισαγωγή του ευρώ συνδέθηκε με εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις στο ελληνικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Το 2000, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εκτοξεύθηκε στο 6,0% του ΑΕΠ, από 3,6% το 1999 και μόλις 2,7% του ΑΕΠ το 1998. Στη δεκαετία που ακολούθησε, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών συνέχισε να διευρύνεται και διαμορφώθηκε στο 9,9% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο, κάτι πρωτόγνωρο για την ελληνική οικονομία. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επιδεινώθηκε περαιτέρω μετά το ξέσπασμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2007 και της διεθνούς ύφεσης, η οποία προκάλεσε μείωση των ελληνικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών.
Λόγω του ενιαίου νομίσματος και της μεγάλης αυτόνομης εισροής κεφαλαίων στην ελληνική οικονομία, το ισοζύγιο είχε πάψει στη δεκαετία του 2000 να λειτουργεί ως περιοριστικός παράγων για την μακροοικονομική πολιτική, έως ότου ξέσπασε η κρίση εμπιστοσύνης του 2010 και ο αποκλεισμός της Ελλάδας από τις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου.
Μετά την κρίση του 2010 και την εφαρμογή των προγραμμάτων προσαρμογής το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σταδιακά μειώθηκε, αλλά παρά τη μεγάλη προσαρμογή το ισοζύγιο δεν κατέστη πλεονασματικό. Τα τελευταία δε χρόνια, μετά την σταδιακή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έχει διευρυνθεί και πάλι.
Πολιτική και Οικονομία Πριν και Μετά τη Μεταπολίτευση
Προκειμένου να ερμηνεύσουμε αυτές τις εξελίξεις, θα πρέπει σε πρώτο επίπεδο να εξετάσουμε τις διεθνείς εξελίξεις και τις εξελίξεις στην οικονομική πολιτική. Σε δεύτερο επίπεδο θα πρέπει να εξετάσουμε τους προσδιοριστικούς παράγοντες της οικονομικής πολιτικής, δηλαδή να εξετάσουμε τους θεσμικούς, πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες και το πως λειτούργησαν στις διάφορες περιόδους.
Θα αναφερθώ αρχικά στις διαφορές μεταξύ των κυρίαρχων ιδεών, των κοινωνικών και οικονομικών συσχετισμών και των πολιτικών και οικονομικών θεσμών στην περίοδο πριν και μετά τη μεταπολίτευση. Οι διαφορές αυτές, σε συνδυασμό με τις μεταβολές στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, είναι κρίσιμες για την κατανόηση των μεταβολών που επέφερε στην οικονομία η περίοδος της μεταπολίτευσης και η ένταξη στην Ε.Ε και την ευρωζώνη.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις καταστροφικές περιόδους της κατοχής και του εμφυλίου, ακολούθησε μια ταχεία ανασυγκρότηση και μία εικοσαπενταετία υψηλής οικονομικής ανάπτυξης.
Κατά τη διάρκειά της πρώτης 25ετίας μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου το 1949 επικράτησαν ιδέες κρατικού παρεμβατισμού στα πλαίσια μιας μικτής οικονομίας της αγοράς, κάτι που χαρακτήριζε και την οικονομική πολιτική και στις υπόλοιπες μικτές δυτικο-ευρωπαϊκές οικονομίες.
Η επιδίωξη της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και της νομισματικής σταθερότητας εξελίχθηκε στην κύρια ιδεολογική κινητήρια δύναμη της πολιτικής του ελληνικού κράτους και της ελληνικής πολιτικής. Εν μέρει αυτό ήταν συμβατό και με το τι επικράτησε και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, αλλά ήταν επίσης αντίδραση στην ακραία οικονομική αστάθεια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα στην οικονομική και ανθρωπιστική κρίση της περιόδου του μεσοπολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Η οικονομική ανασυγκρότηση και η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας στα πλαίσια μιας μικτής οικονομίας εξελίχθηκε έτσι στη ‘νέα μεγάλη ιδέα’ του ελληνισμού και επιδιώχθηκε ενεργά από το ελληνικό κράτος.
Η υιοθέτηση και εφαρμογή της πολιτικής της οικονομικής ανάπτυξης πραγματοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό στο πλαίσιο ενός ‘πατερναλιστικού’, αν όχι ‘αυταρχικού’ μετεμφυλιακού πολιτικού και οικονομικού καθεστώτος.
Παρά τις διαιρέσεις που δημιουργήθηκαν από τον εμφύλιο πόλεμο, η δημοκρατική διακυβέρνηση, έστω και στην ψυχροπολεμική εκδοχή της, διατηρήθηκε μέχρι το πραξικόπημα του 1967. Η οικονομική ανάπτυξη ήταν η ‘παλίρροια που ανέβαζε όλες τις βάρκες’ και για μεγάλο διάστημα βοήθησε στην αποδοχή του μετεμφυλιακού πολιτικού καθεστώτος, παρά τις πολιτικές διακρίσεις που συνεπαγόταν το καθεστώς αυτό για τους οπαδούς της αριστεράς. Ακόμη και η δικτατορία του 1967-1974 διατήρησε ένα βαθμό ανοχής λόγω της προϊούσας οικονομικής ευημερίας.
Στην οικονομία, η αναπτυξιακή πολιτική βασίστηκε στον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος και της αγοράς εργασίας, ώστε να υπάρχουν αφενός υψηλές αποταμιεύσεις για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων και αφετέρου υψηλή διεθνής ανταγωνιστικότητα. Οι αποταμιεύσεις χρηματοδοτούσαν τις επενδύσεις στους δύο τομείς προτεραιότητας, οικονομικές υποδομές και βιομηχανία, και η ανταγωνιστικότητα, η οποία είχε αποκατασταθεί μετά την υποτίμηση του 1953, διατηρείτο υψηλή μέσω του ελέγχου των αυξήσεων των μισθών ώστε να μην υπερβαίνουν το άθροισμα του πληθωρισμού και της αύξησης της παραγωγικότητας. Εξίσου σημαντική οικονομική προτεραιότητα ήταν και η διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας και της νομισματικής σταθερότητας, μέσω της συμμετοχής της δραχμής στο σύστημα σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods.
Ωστόσο, η σταδιακή επούλωση των πληγών του εμφυλίου στη συνείδηση των Ελλήνων, οι ακρότητες της δικτατορίας, οι μεγάλοι κοινωνικοί και οικονομικοί μετασχηματισμοί που επέφερε η οικονομική ανάπτυξη, αλλά και οι διεθνείς εξελίξεις όπως η αύξηση του διεθνούς πληθωρισμού, άρχισαν σταδιακά να υπονομεύουν τους βασικούς πυλώνες του μετεμφυλιακού θεσμικού, πολιτικού και οικονομικού καθεστώτος.
Παρά τις εντυπωσιακές της επιδόσεις στην εικοσιπενταετία 1948-1973, το 1974, τη χρονιά της μεταπολίτευσης, η ελληνική οικονομία εξακολουθούσε να παρουσιάζει σημαντικές αδυναμίες.
Το οικονομικό θαύμα των δεκαετιών του 1950 και του 1960 είχε πραγματοποιηθεί υπό προστατευτικούς δασμούς και περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων, που αποτελούσαν μία ασπίδα για την νηπιακή αρχικά αλλά ταχέως αναπτυσσόμενη αργότερα ελληνική βιομηχανία.
Επιπλέον, η ανάπτυξη δεν ήταν εξωστρεφής, καθώς η Ελλάδα ήταν σχετικά απομονωμένη γεωγραφικά από τη Δυτική Ευρώπη, και δεν μπορούσε, για γεωπολιτικούς λόγους, να στηριχθεί σε στενές οικονομικές σχέσεις με τις γειτονικές χώρες, όπως η Τουρκία στα ανατολικά, ή οι χώρες-δορυφόροι της Σοβιετικής Ένωσης στα βόρεια.
Η βιομηχανική παραγωγή επεκτάθηκε κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες προκειμένου να εξυπηρετήσει κυρίως την εγχώρια αγορά, μέσω της υποκατάστασης των εισαγωγών. Ωστόσο, η ελληνική βιομηχανία ποτέ δεν είχε ιδιαίτερη διεισδυτικότητα στις πιο ανταγωνιστικές αγορές της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου. Επιπλέον, κατά την περίοδο της δικτατορίας 1967-1974 η Ελλάδα απομονώθηκε πολιτικά από την υπόλοιπη Ευρώπη, κάτι το οποίο είχε ως αποτέλεσμα και την περαιτέρω σχετική οικονομική της απομόνωση.
Ο πληθωρισμός είχε αυξηθεί υπερβολικά μετά την αποσταθεροποίηση του συστήματος σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods και την πρώτη πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970. Εξάλλου, το 1974, τη χρονιά της μεταπολίτευσης, η ελληνική οικονομία ήδη βρισκόταν σε ύφεση, την πρώτη της μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου.
Μετά την πρώτη διεθνή πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970, την ύφεση του 1974 και τη μεταπολίτευση, η ελληνική οικονομία ανέκαμψε σχετικά γρήγορα.
Τα προβλήματα όμως εντάθηκαν μετά τη δεύτερη διεθνή πετρελαϊκή κρίση, την κατάργηση της δασμολογικής προστασίας λόγω της ένταξης στην ΕΕ και την κυβερνητική αλλαγή του 1981.
Η κατάρρευση της δικτατορίας μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 οδήγησε στην κατάργηση της βασιλευομένης δημοκρατίας υπέρ μιας προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Οδήγησε επίσης στην εθνική συμφιλίωση, μέσω της σταδιακής επούλωσης των πληγών του εμφυλίου πολέμου, καθώς και στην ένταξη της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες το 1981.
Ωστόσο, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας επιβραδύνθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ενώ το πρόβλημα του υψηλού πληθωρισμού είχε ήδη επιστρέψει από το 1972. Στη δεκαετία του 1980 υπήρξε μια σημαντική περαιτέρω αποσταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας και επικράτησε στασιμοπληθωρισμός για μεγάλες περιόδους.
Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974, ως νέες κυρίαρχες ιδεολογικές κατευθύνσεις της χώρας αναδείχθηκαν οι πολιτικές ελευθερίες, η κοινωνική δικαιοσύνη και ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας.
Σε κάποιο βαθμό, αυτή η ιδεολογική μεταστροφή ήταν αποτέλεσμα των σημαντικών κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών που είχε επιφέρει η οικονομική ανάπτυξη των προηγουμένων δεκαετιών, αλλά και μία αντίδραση στους περιορισμούς των ελευθεριών και στις πολιτικές διακρίσεις του μετεμφυλιακού καθεστώτος, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της επταετούς στρατιωτικής δικτατορίας. Η αναζήτηση πολιτικής ελευθερίας, κοινωνικής δικαιοσύνης και εθνικής συμφιλίωσης και η επιδίωξη της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαμόρφωσε όχι μόνο τα πολιτικά αλλά και τα οικονομικά και θεσμικά χαρακτηριστικά της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Η αλλαγή στους κοινωνικούς συσχετισμούς και στο πολιτικό και ιδεολογικό καθεστώς επηρέασε τις περισσότερες πτυχές της οικονομίας.
Το αίτημα για αναδιανομή και για διευρυμένο ρόλο για το κράτος οδήγησε τις πρώτες κυβερνήσεις μετά τη μεταπολίτευση να αναζητήσουν περισσότερα μέσα παρέμβασης στη λειτουργία της οικονομίας, καταφεύγοντας σε μια πιο ενεργητική διαχείριση της συνολικής ζήτησης, σε αυξήσεις μισθών μέσω της εισοδηματικής πολιτικής, σε ελέγχους τιμών και επιτοκίων, πιστωτικούς ελέγχους, επιδοτήσεις και επιχορηγήσεις, συνεχείς αναθεωρήσεις του φορολογικού και ρυθμιστικού πλαισίου, αυξήσεις στη φορολογία, κρατικοποιήσεις (Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, Ολυμπιακή Αεροπορία, Συγκρότημα Εμπορικής) και τη δημιουργία νέων δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών. Στην αγορά εργασία αποκαταστάθηκαν οι συνδικαλιστικές ελευθερίες και το δικαίωμα της απεργίας. Στη μακροοικονομική πολιτική ακολουθήθηκαν κεϋνσιανές πολιτικές ενίσχυσης της συνολικής ζήτησης για την έξοδο από την ύφεση του 1974, οι οποίες διατηρήθηκαν έως και το δεύτερο πετρελαϊκό σοκ στα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αλλαγής στους κανόνες και τους θεσμούς της οικονομικής πολιτικής είναι το Σύνταγμα του 1975. Το Σύνταγμα αυτό, το οποίο με ορισμένες τροποποιήσεις ισχύει έως σήμερα, είχε μία σειρά άρθρων που σηματοδοτούσαν μία διαφορετική προσέγγιση στα ζητήματα της οικονομίας σε σχέση με αυτό του 1952 και τα προηγούμενα ελληνικά συντάγματα, καθώς προέβλεπε έναν ιδιαίτερα ενισχυμένο ρόλο για τον κρατικό παρεμβατισμό.
- Ήταν λιγότερο κατηγορηματικό αναφορικά με την προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας σε σχέση με αυτό του 1952 (άρθρα 17, 18 και 106).
- Καθόριζε ότι η εργασία αποτελεί δικαίωμα προστατευόμενο από το κράτος το οποίο όφειλε να δημιουργεί συνθήκες πλήρους απασχόλησης και να μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση (άρθρο 22). Θεσμοθετούσε έτσι την προτεραιότητα της μείωσης της ανεργίας έναντι του πληθωρισμού και έθετε το συνταξιοδοτικό σύστημα υπό την αιγίδα του κράτους.
- Προστάτευε χωρίς περιορισμούς τη συνδικαλιστική δράση και το δικαίωμα της απεργίας (άρθρο 23).
- Προέβλεπε για πρώτη φορά ότι η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, η χωροταξία και η προστασία των μνημείων και των παραδοσιακών περιοχών αποτελεί υποχρέωση του κράτους (άρθρο 24).
- Προέβλεπε τα της συμμετοχής της Ελλάδος σε διεθνείς οργανισμούς και τους όρους περιορισμού των κυριαρχικών της δικαιωμάτων εξ αυτής της συμμετοχής (άρθρο 25). Αυτό προφανώς έγινε εν όψει της αίτησης για ένταξη στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.
- Προέβλεπε ότι η εκπαίδευση είναι δωρεάν σε όλες τις βαθμίδες της, και ότι η ανώτατη εκπαίδευση είναι αποκλειστικό προνόμιο του κράτους (άρθρο 16).
- Προέβλεπε την υποχρέωση του κράτους να προγραμματίζει και να συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα, έβαζε περιορισμούς στην ιδιωτική δραστηριότητα και επέτρεπε τις κρατικοποιήσεις ιδιωτικών επιχειρήσεων (άρθρο 106).
- Παρότι προέβλεπε και πάλι την αυξημένη προστασία που απολάμβανε η εισαγωγή κεφαλαίων από το εξωτερικό, προέβλεπε τη δυνατότητα αναθεώρησης για τις συμβάσεις που είχαν συναφθεί κατά την περίοδο της δικτατορίας (άρθρο 107).
Κατά συνέπεια, στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα, το Σύνταγμα του 1975 είχε μεγάλες διαφορές με το προηγούμενο Σύνταγμα του 1952, καθώς αντανακλούσε τη νέα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, και τις νέες αντιλήψεις που ευνοούσαν την επιδίωξη της πλήρους απασχόλησης, την αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου, την περαιτέρω επέκταση της κρατικής οικονομικής δραστηριότητας αλλά και τη δυνατότητα ένταξης της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.
Οι αλλαγές στις προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής σημειώθηκαν ως επί το πλείστον χωρίς προμελέτη, πρόγραμμα και επαρκή θεσμική προετοιμασία, γεγονός που κλόνισε την αξιοπιστία της προστασίας των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, του φορολογικού συστήματος και του ρυθμιστικού πλαισίου.
Η οικονομική πολιτική άρχισε να καθορίζεται με βάση τη διακριτική ευχέρεια των εκάστοτε κομμάτων εξουσίας, ενώ σταδιακά εγκαταλείφθηκαν οι κανόνες της δημοσιονομικής και νομισματικής πειθαρχίας που επικρατούσαν στην περίοδο 1950-1973. Ο ‘χρυσός κανόνας’ της δημοσιονομικής πειθαρχίας (ισοσκελισμένος τακτικός προϋπολογισμός) εγκαταλείφθηκε και, μετά και την κατάρρευση του συστήματος σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods, η νομισματική και συναλλαγματική σταθερότητα θυσιάστηκε στο βωμό της επιδίωξης της πλήρους απασχόλησης.
Επιπλέον, η πολιτική πόλωση που επικράτησε μετά το 1977 μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας (Ν.Δ και Πα.Σο.Κ) αναφορικά με τις προτεραιότητες της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας, συνέβαλε στη δημιουργία μη βιώσιμων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και χρεών, καθώς οι κυβερνήσεις, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις προτεραιότητές τους, κατέφευγαν σε νομισματική χρηματοδότηση και δημόσιο δανεισμό, μεθόδους οι οποίες δεν συνεπάγονταν το άμεσο πολιτικό κόστος σημαντικών αυξήσεων της φορολογίας. Η τάση αυτή ενισχυόταν σε προεκλογικές περιόδους.
Η νομισματική χρηματοδότηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και η αλληλουχία υπερβολικών μισθολογικών αυξήσεων, αυξήσεων τιμών και υποτιμήσεων του νομίσματος οδήγησε σε μεγάλη και επίμονη αύξηση του πληθωρισμού, ειδικά κατά τη δεκαετία του 1980. Ταυτόχρονα, οι επενδύσεις σε υποδομές υπέφεραν κάθε φορά που εκδηλώνονταν προσπάθειες ελέγχου των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, δεδομένου ότι ο περιορισμός των δημοσίων επενδύσεων συνεπαγόταν μικρότερο άμεσο πολιτικό κόστος από τη μείωση των τρεχουσών δαπανών για μισθούς και συντάξεις.
Η προετοιμασία της οικονομίας για τις ευκαιρίες της ένταξης στην ΕΕ υπήρξε επίσης ανεπαρκής, λόγω της μεσολάβησης της δικτατορίας, η οποία οδήγησε στο πάγωμα της συμφωνίας σύνδεσης Ελλάδας-ΕΟΚ του 1962, και της σύντομης περιόδου προσαρμογής μετά τη μεταπολίτευση.
Το ίδιο συνέβη αργότερα και με την ένταξη στην ευρωζώνη, όχι τόσο λόγω πίεσης χρόνου, αλλά λόγω των εγγενών αδυναμιών της πολιτικής της ονομαστικής σύγκλισης που ακολουθήθηκε.
Η ένταξη στην ΕΕ το 1981, παρά τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί, συνέπεσε με μία περίοδο μεγάλων αναταράξεων στη διεθνή οικονομία και την ελληνική οικονομική πολιτική και έτσι συνδυάστηκε με το στασιμοπληθωρισμό των αρχών της δεκαετίας του 1980.
Οι μεγάλες μεταβιβάσεις από την ΕΕ μέσω των μεσογειακών προγραμμάτων και των υπόλοιπων προγραμμάτων, όπως η κοινή αγροτική πολιτική και η κοινή περιφερειακή πολιτική, για πολλά χρόνια λειτούργησαν ως καθαρές εισοδηματικές μεταβιβάσεις και ενισχύσεις, με αποτέλεσμα να συντελούν στην αναβολή και όχι στην επιτάχυνση των απαιτούμενων διαρθρωτικών προσαρμογών.
Το μεταπολιτευτικό πολιτικό καθεστώς είναι χωρίς αμφιβολία το πιο ομαλό δημοκρατικό καθεστώς στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Η πρώτη εναλλαγή κομμάτων στην εξουσία το 1981 συνέβη υποδειγματικά. Πολιτική αστάθεια υπήρξε στην περίοδο 1989-1990, στην περίοδο 2011-2012 και κατά το 2015, αλλά η πολιτική ομαλότητα επανήλθε σχετικά σύντομα και θεσμικά και στις τρεις περιπτώσεις, μέσω διαδοχικών εκλογών.
Ωστόσο, το μεταπολιτευτικό θεσμικό καθεστώς της οικονομικής πολιτικής εξελίχθηκε σε μεγάλο βαθμό χωρίς μακροχρόνιο αναπτυξιακό σχεδιασμό, ως αποτέλεσμα μιας διαπάλης για μερίδια εισοδήματος μεταξύ διαφόρων κοινωνικών ομάδων, με τις εκλεγμένες κυβερνήσεις να προσπαθούν να ικανοποιήσουν αντικρουόμενους στόχους όπως η επανεκλογή τους, η ανάπτυξη, η απασχόληση, η αναδιανομή και η κοινωνική ειρήνη, μέσω μιας βραχυπρόθεσμης οικονομικής πολιτικής χωρίς σαφείς και δεσμευτικούς κανόνες.
Η οικονομική και πολιτική αυτή ισορροπία, λόγω και του πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος που εγκαθίδρυσε το Σύνταγμα του 1975, και το οποίο ενισχύθηκε μετά την αναθεώρηση του 1986, οδηγούσε σε επιλογές που επηρεάζονταν υπερβολικά από βραχυχρόνιες επιδιώξεις στην οικονομική πολιτική, υποβαθμίζοντας τα πιο μακροχρόνια προβλήματα της οικονομίας και αναβάλλοντας την αντιμετώπισή τους. Με δεδομένο δε ότι το Σύνταγμα δεν περιείχε επαρκείς δεσμεύσεις για τη διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας ή της νομισματικής σταθερότητας, έως ότου αρχίσει να επιδιώκεται η συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη, το αποτέλεσμα ήταν η δημοσιονομική και νομισματική αποσταθεροποίηση της δεκαετίας του 1980.
Η μη ικανοποιητική αυτή ισορροπία διατηρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα λόγω και των αυξημένων επιδοτήσεων και επιχορηγήσεων από την ΕΕ, που συγκάλυπταν τα υποβόσκοντα προβλήματα της οικονομίας. Αλλαγή πορείας υπήρξε μετά την κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1990 και την υπογραφή της Συνθήκης του Maastricht, αλλά και πάλι, όπως θα τεκμηριώσω παρακάτω, ακολουθήθηκε ο δρόμος της ελάχιστης δυνατής προσαρμογής. Μετά δεν την ένταξη στην ευρωζώνη, τη μείωση των πραγματικών επιτοκίων και την εύκολη πρόσβαση στο διεθνή δανεισμό, η αναβολή των διαρθρωτικών προβλημάτων που υπέβοσκαν συνεχίστηκε, έως ότου προέκυψε η κρίση δανεισμού του 2010.
Σύνοψη του Οικονομικού Προβλήματος μετά τη Μεταπολίτευση
Το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας στην περίοδο μετά τη μεταπολίτευση του 1974 δεν ήταν τόσο πρόβλημα ανεπάρκειας οικονομικών πόρων όσο πρόβλημα ανεπάρκειας και αδυναμίας των πολιτικών θεσμών να προωθήσουν μακροχρόνια επωφελείς μεταρρυθμίσεις στο κράτος και την οικονομία.
Πόροι υπήρξαν και μάλιστα σημαντικοί, τόσο λόγω των μεταβιβάσεων από την Ε.Ε όσο και λόγω του εξωτερικού δανεισμού.
Ωστόσο, οι πολιτικοί θεσμοί της χώρας δεν μπόρεσαν να διασφαλίσουν την αποτελεσματική αξιοποίησή τους και την αποφυγή αποσταθεροποιητικών βραχυχρόνιων επιλογών της οικονομικής πολιτικής μέσω της προώθησης αναγκαίων οικονομικών μεταρρυθμίσεων.
Έτσι, το μεταπολιτευτικό θεσμικό καθεστώς της οικονομικής πολιτικής εξελίχθηκε σε μεγάλο βαθμό χωρίς μακροχρόνιο αναπτυξιακό σχεδιασμό, ως αποτέλεσμα μιας διαπάλης για μερίδια εισοδήματος μεταξύ διαφόρων κοινωνικών ομάδων, με τις εκλεγμένες κυβερνήσεις να προσπαθούν να ικανοποιήσουν αντικρουόμενους στόχους όπως η επανεκλογή τους, η ανάπτυξη, η απασχόληση, η αναδιανομή και η κοινωνική ειρήνη, μέσω μιας βραχυπρόθεσμης οικονομικής πολιτικής χωρίς σαφείς και δεσμευτικούς κανόνες.
